Δημοσιεύθηκε: 07/09/2013 11:11
Η 6η Σεπτεμβρίου ήταν ήρεμη και συνηθισμένη μέρα. Ωστόσο η ασάλευτη εκείνη ζωή δε θύμιζε ειρήνη. Ήταν η ακινησία μιας αδυσώπητης δύναμης που κλωσούσε ανεξερεύνητες βουλές. Τα χαράματα, όταν οι δείκτες όδευαν προς την 7 Σεπτεμβρίου, ξέσπασε σαν λαίλαπα το κακό. Οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν με ανθρώπους. Φόρεσαν μονομιάς τη μάσκα του κακού και παίρνοντας εντολές από κυβερνητικές υπηρεσίες άρχισαν να σπάζουν, να ρημάζουν, να λεηλατούν και να κακοποιούν τους Ρωμιούς.
Το πρωί, μόλις χάραξε, μαθεύτηκε πως το οργανωμένο αυτό έγκλημα είχε συμβεί σ’ όλες τις κοινότητες, σ όλες τις γειτονιές, σ’ όλα τα καταστήματα, σ’ όλες τις αγορές όπου υπήρχε Ρωμέικη ψυχή. Και δεν ήταν λίγες οι ψυχές που υπέστησαν το τραύμα από τον μέχρι χθες συντοπίτη τους. Εκατόν σαράντα χιλιάδες Έλληνες έζησαν τις εφιαλτικές στιγμές της νύκτας αυτής που χαρακτηρίστηκε δεύτερη «νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου».
Η Πόλη έδινε την εικόνα καταστραμμένου τοπίου από θεομηνία. Όλο το νοικοκυριό του κάθε ελληνικού σπιτιού ήταν έκθετο στους δρόμους και τα πεζοδρόμια. Η εκκλησία μόλις από θαύμα σώθηκε από ολοκληρωτική καταστροφή. Εσωτερικά τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο, τίποτα που να δίνει την αίσθηση ενός Ναού. Το Αγίασμα ήταν κατεστραμμένο, τα μανουάλια είχαν ριχθεί μεσ’ τη σήραγγα της πηγής και οι εικόνες κομμένες στα τέσσαρα έπλεαν στα νερά του Αγίου Παντελεήμονα. Το κελλί του παπα-Νικόλα ανάστατο, λες και πέρασε τυφώνας και παρέσυρε τα πάντα στη δίνη του.
Ο ίδιος σώθηκε, αφού έγκαιρα κατέφυγε στο υπόγειο του κελλιού εκεί, όπου υπήρχαν τα νεκροσάντουκα που προοριζότανε για τους πτωχούς και άπορους συνανθρώπους που δεν είχαν τα μέσα τα οικονομικά να ταφούν με δικά τους χρήματα. Τα θρανία του σχολείου μόνο για καυσόξυλα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν και οι γραμμένοι με κιμωλία μαυροπίνακες βρισκόντουσαν ανάκατοι στους δρόμους. Ήταν η χρονιά που ο Γυμνασιάρχης του Ζωγραφείου Λυκείου ο αείμνηστος κ. Μούτσογλου με την οικογένεια του παραθέριζε στο Τσεγκέλκιοϊ σε διαμέρισμα που βρισκόταν μεσ’ το σχολικό κτίριο. Η έγκαιρη φυγή του έσωσε αυτόν και τα παιδιά του από πιθανή εξόντωση, γιατί ο χώρος της Εκκλησίας και του Σχολείου ήταν ο κύριος στόχος για ολοκληρωτική καταστροφή.
Για τα σπίτια ας μη γίνεται λόγος. Ο κάθε οικοδεσπότης με τον πόνο του και το μέγεθος της καταστροφής του. Ένα ερώτημα βουβό πλανιόταν στ’ άλαλα χείλη: Γιατί τούτη η μανία; Γιατί τόσο μίσος;
Κι όμως οι Τούρκοι της γειτονιάς, οι μέχρι πριν μια μέρα υποτιθέμενοι φίλοι μας, μας κοίταζαν έντρομοι και έκθαμβοι. Διακρινόταν στη ματιά τους η στενοχώρια που αισθάνονταν. Αρκετοί είχαν συμμετοχή στην εξοντωτική αυτή επιχείρηση κατά των χριστιανών συντοπιτών τους. Όταν άρχισε η έρευνα για συμμετοχή στους βανδαλισμούς, μπήκαν στη φυλακή αρκετοί γνώριμοι του χωριού, ενώ αντίθετα ο δάσκαλος ο Χουλουσί, ο φαρμακοποιός Χαλίμ μπέης, ο Νουρίς ο περιπτεράς, ο Νετζατίς κ.α. αποδεδειγμένα προσπάθησαν ν’ αποτρέπουν μεγαλύτερης έκτασης καταστροφές. Άλλοι πρόταξαν τα στήθη τους, για να εμποδίσουν τους έξαλλους ανθρωπόμορφους ταύρους που δεν αρκέσθηκαν στις υλικές ζημίες, αλλά ποθούσαν να σπιλώσουν και τις ηθικές αξίες των «γκιαούρηδων».
Η καταστροφή πάντως δεν αποτράπηκε. Από την επομένη κάθε σπιτικό είχε να χαράξει την δική του πλέον τακτική. Σχεδόν όλοι συνέκλιναν στη φυγή. Οι πιο θερμόαιμοι Τούρκοι συνέχιζαν να σκορπούν τον φόβο στους έντρομους ακόμη χριστιανούς. Το σλόγκαν που επικρατούσε ήταν «Dün şeker bayramı, bugün kurban bayramı» δηλαδή συνδέοντας την απειλή τους με τις ονομασίες των εθνικών τους εορτών τούτο ερμηνεύεται «χθες (γευθήκαμε) τα γλυκά σας σήμερα είναι η μέρα της θυσίας σας». Έμμεση απειλή για εξόντωση.
Σαν επιδημία απλώθηκε η φυγή απ’ το χωριό. Όσοι είχαν τα οικονομικά μέσα εγκατέλειπαν τις πατρικές τους εστίες και μετακόμισαν στην πολυσύχναστη Κων/πολη. Λες και αν ήθελαν οι Τούρκοι να επαναλάβουν άλλη μια τέτοια επιχείρηση, δε θα τους ανακάλυπταν.
Αυτό ήταν. Το χωριό άρχισε να αραιώνει από κατοίκους, η εκκλησία να στερείται από το εκκλησίασμα και το σχολείο να αντιμετωπίζει δυσκολίες από την έλλειψη μαθητών. Το άλλοτε ολοζώντανο Τσεγκέλκιοϊ σίγασε από τα παιδικά τιτιβίσματα, σιώπησε απ’ τα ελληνικά γλέντια. Η χαρμόσυνη καμπάνα δεν ακούσθηκε γι’ αρκετό διάστημα, οι νοικοκυρές απέφευγαν να βγουν στην αγορά για ψώνια και τα μαθητούδια που αποτελούσαν ένα μικρό κόσμο γελούμενο, γεμάτο άνεση και φως, με φόβο κρυφοπήγαιναν στο ρημαγμένο τους σχολείο.
Βουβοί όμως και οι Τούρκοι. Αναλογίζονταν τις ευθύνες τους και αναρωτιόνταν τι ήταν αυτό που έκαναν. Ένας μόνο ψευτοήρωας κυκλοφορούσε με μπαταρισμένο το κεφάλι του, μέχρι να μπει στη φυλακή μετά τις ευθύνες που του επέρριψαν οι αντιτιθέμενοι σ’ αυτό το έγκλημα. Για το σπασμένο αυτό κεφάλι υπάρχει μια μαρτυρία αρκετά ενδιαφέρουσα. Στο στρατόπεδο του Κούλελι υπηρετούσε την θητεία του κάποιος Ρωμηός φαντάρος, ο οποίος στην γενική επίταξη του συντάγματος του βρέθηκε στην ομάδα που θα κατέστρεφε τον Άγιο Γεώργιο στο Τσεγκέλκιοϊ. Βλέποντας τον καθοδηγητή, να δίνει εντολές και να καταστρέφει με μανία τα εικονίσματα, δεν άντεξε και μες τον πανικό που επικρατούσε, του έδωσε με το ρόπαλο που κρατούσε ένα γερό κτύπημα. Τι σύμπτωση όμως; Η αφήγηση αυτή που έγινε μετά από αρκετά χρόνια, συμπίπτει άμεσα με τον τραυματισμένο Τούρκο χωριανό που έλεγε ότι του συνέβη ένα ατύχημα.
Όσοι έφυγαν από το χωριό δεν ήθελαν να το ξεχάσουν κι ολότελα. Σαν αποδημητικά πουλιά έρχονταν να προσκυνήσουν τον Άγιο Γεώργιο στη γιορτή του και να πιουν το Αγίασμα του Αγίου Παντελεήμονα στο πανηγύρι του. Η εγκληματική νύκτα, η γεμάτη ενέδρες είχε φθάσει στο τέλος της.
Μετά τα γεγονότα δόθηκε εντολή να κατατεθούν υπεύθυνες δηλώσεις για το μέγεθος καταστροφής του κάθε νοικοκυριού και να αξιολογηθούν σε χρήμα οι ζημιές που προκλήθηκαν. Πράγματι οι Χριστιανοί έκαναν αυτό που τους ζητήθηκε και μετά από αρκετό χρόνο τους δόθηκε αποζημίωση που ανερχόταν στο 25% των δηλωθέντων.
Παράλληλα μετά μερικές μέρες εκτέθηκαν διάφορα αντικείμενα — προϊόντα κλοπής — στις αίθουσες του σχολείου, για ν’ αναγνωρισθούν και να δηλωθούν σε ποιον ανήκουν. Η αναγνώριση φυσικά δεν ήταν δύσκολο να γίνει. Εκείνο που δεν έγινε ήταν η επιστροφή των αντικειμένων στους δικαιούχους.
Μετά την καταστροφή και η ειρωνεία! Και είναι κανείς να θυμάται το κίνημα των Νεότουρκων και τις προθέσεις τους που με τον θεωρούμενο από τον λαό αρχηγό τους Εμβέρ Πασά που έλεγε: «Η δεσποτική κυβέρνηση πήρε σήμερα τέλος. Είμαστε όλοι αδέλφια. Δεν υπάρχουν πια στην Τουρκία Έλληνες, Βούλγαροι, Εβραίοι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Μουσουλμάνοι. Κάτω απ’ τον ίδιο γαλανό ουρανό είμαστε όλοι περήφανοι, γιατί είμαστε Οθωμανοί».
Τα τουρκικά αυτά ιδανικά όμως δεν πραγματοποιήθηκαν. Αντίθετα συνέβηκαν γεγονότα που δεν είχαν συμβεί επί «δεσποτικής διακυβέρνησης» με στόχο πάντοτε τους Ρωμιούς τους οποίους η πολιτική τους, τους εξόντωσε βίαια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.