Απρίλιος 24, 2015 - 10:58
4 σχόλια
Ο θάνατος είναι ένα αναπόδραστο υπαρξιακό γεγονός για όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Τη στιγμή που ο κύκλος της ζωής τελειώνει, η τελετή της κηδείας αποτελεί ανέκαθεν χρέος των ζωντανών προς τον εκλιπόντα αλλά και τρόπο έκφρασης της αγάπης τους. Παρά την παγκοσμιότητα του φαινομένου κάθε περιοχή τελεί τα δικά της έθιμα, για να συνοδεύσει τους ανθρώπους της στην τελευταία τους κατοικία.
Στη σύγχρονη Τρίπολη το τυπικό της κηδείας διαφέρει κατά πολύ από εκείνο των περασμένων χρόνων. Σήμερα τις περισσότερες φορές ο ατυχής νεκρός πεθαίνει στο νοσοκομείο όπου τυγχάνει να νοσηλεύεται. Από εκεί ο νεκροθάφτης αφού τον παραλαμβάνει, αναλαμβάνει να τον ντύσει και να τον προετοιμάσει κατάλληλα για την επόμενη μέρα, της κηδείας. Το γραφείο κηδειών μεταφέρει το φέρετρο με τη νεκροφόρα απευθείας στην εκκλησία την προκαθορισμένη ώρα για την επικήδεια τελετή. Με το πέρας της τελετής, η νεκροφόρα με τη συνοδεία της πομπής συγγενών και φίλων, τον οδηγούν στο νεκροταφείο για την ταφή. Εις μνήμην του χαμένου συγγενή τους, οι συγγενείς δέχονται τα συλλυπητήρια και προσφέρουν τον καφέ της παρηγοριάς ή και επικήδειο γεύμα, αν προτιμούν, σε κάποιο καφενείο ή εστιατόριο της περιοχής.
Στην παλιά Τριπολιτσά όμως οι πρόγονοί μας πέθαιναν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, δίπλα στους δικούς τους ανθρώπους. Αυτοί αφού έπλεναν τον εκλιπόντα με κρασί, του φορούσαν πρώτα το σάβανο κι έπειτα το «καλό» ρούχο. Σκέπαζαν το πρόσωπό του με λευκή βρεγμένη πετσέτα για διατηρηθεί φρέσκο όσο το δυνατόν πιο πολύ. Μέσα στην κάσα (φέρετρο) τοποθετούσαν ένα μήλο ή πορτοκάλι ως χαιρετίσματα σε προηγούμενους εκλιπόντες συγγενείς και κάποιο προσφιλές αντικείμενο του ίδιου του εκλιπόντα όπως μια τσατσάρα. Δίπλα του έβαζαν λίγο ψωμί και κρασί. Ήταν πια έτοιμος από τα χέρια των συγγενών του για το τελευταίο του ταξίδι...Στο προσκέφαλό του έκαιγε λιβάνι κι ήταν τοποθετημένο ένα χοντρό κερί, το οποίο θα έκαιγε συνέχεια όσο χρειαζόταν μέχρι να σωθεί, περίπου τρεις μέρες.
Τα κηδειόχαρτα ήταν ανύπαρκτα και το κάλεσμα στην κηδεία γινόταν προφορικά από στόμα σε στόμα. Όλες οι γυναίκες της γειτονιάς προσέρχονταν για να ψάλουν τα περίφημα μοιρολόγια. Τα θλιβερά αυτά τραγούδια τραγουδούσαν οι οικείοι του νεκρού μαζί με τη μοιρολογίστρα, επάγγελμα που έχει πια εκλείψει. Υπό αυτές τις συνθήκες ο νεκρός «φυλάσσοταν» από τους οικείους, άγρυπνους, όλο το βράδυ πριν την ταφή.’ Ήταν το λεγόμενο ξενύχτι. Με το πέρασμα της νύχτας δεν έλειπαν τα κεράσματα, τα κουτσομπολιά, ακόμη και τα ανέκδοτα τα οποία παρηγορούσαν και απάλυναν στιγμιαία τον πόνο. Το έθιμο επέβαλε να καλύπτουν με μαύρα πανιά τους καθρέφτες του σπιτιού και την εξωτερική πλευρά της κυρίας εισόδου σχηματίζοντας νοερά μαύρη πένθιμη κορνίζα, η οποία τύγχανε να παραμένει μέχρι και τρία ολόκληρα χρόνια!
Το ερχόμενο πρωί όταν έφτανε η καθορισμένη ώρα, ο παπάς της ενορίας προσερχόταν με τους ψάλτες, το σταυρό και τα λάβαρα για να ψάλει την προσευχή. Οι κοντινοί συγγενείς σήκωναν το φέρετρο με το άψυχο σώμα στους ώμους τους, κατέβαιναν τις σκάλες του σπιτιού και μπροστά στην κυρία είσοδο ο ιερέας, όντας στο πλάι του νεκρού, έψελνε προσευχή. Έξω από το σπίτι ήταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς και οι φίλοι του πεθαμένου, για να τον συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία. Συνήθιζαν να σπάζουν ένα πιάτο ή κεραμίδι για να μην επαναληφθεί το κακό. Υπήρχε και η πρόληψη να μη στρέψει κανένας από τους παρευρισκόμενους το κεφάλι του για να κοιτάξει προς τα πίσω.
Η εκφορά γινόταν με τα πόδια με γοερούς κλαυθμούς και οδυρμούς. Ακολουθούσε περιφορά από την γειτονιά όπου ζούσε ο εκλιπόντας, με τελική κατεύθυνση προς την εκκλησία. Ήταν καθιερωμένο επίσης να τον περιφέρουν γύρω από την πλατεία. Αυτό το έθιμο αποτελούσε απομεινάρι της Τουρκοκρατίας, γιατί οι Τούρκοι συνήθιζαν να απογράφουν τους νεκρούς. Με αυτό τον τρόπο ο κατής ή καδής* τον έβλεπε και τον έσβηνε από τον κατάλογο. Το έθιμο αυτό της περιφοράς από την πλατεία συνεχίστηκε ακόμη και μετά την Απελευθέρωση και καταργήθηκε πρόσφατα επί δημαρχίας Τάσου Σεχιώτη (1961-1967).Μάλιστα, όταν περνούσε η νεκρική πομπή, έκλειναν πάντα τις πόρτες των καταστημάτων και οι παρευρισκόμενοι κοιτούσαν από μέσα ψελλίζοντας «Θεός σχωρέστον...».
Στο δρόμο προς την εκκλησία περνούσαν το φέρετρο με τη σορό μπροστά από το μαγαζί του ή από το σχολείο όπου δούλευε. Μετά την εξόδιο ακολουθία στην έξοδο της εκκλησίας υπήρχαν κόλλυβα (σιτάρι βρασμένο),ψωμί, ελιές και τυρί για να συγχωρεί ο κάθε παρευρισκόμενος το νεκρό. Ακολουθούσε η μεταφορά της σορού στο νεκροταφείο, μια πομπή με τα πόδια αλλά και με την συνοδεία της φιλαρμονικής Τρίπολης συνήθως. Στο νεκροταφείο έψελναν τους τελευταίους επικήδειους ύμνους και εναπόθεταν την κάσα με το λείψανο στο μνήμα. Έπειτα ο κόσμος επέστρεφε στο σπίτι του εκλιπόντος. Εκεί οι συγγενείς του με την βοήθεια των γυναικών της γειτονιάς προσέφεραν τον καθιερωμένο καφέ συνοδευόμενο με ψωμί, τυρί, ελιές, κρασί ή κονιάκ (οι πιο εύποροι) και παρέθεταν το επικήδειο γεύμα.
Ως ένδειξη πένθους οι γυναίκες συγγενείς φορούσαν μαύρα ρούχα και μαντήλι. Οι άντρες μαύρη γραβάτα και μαύρο περιβραχιόνιο ενώ παράλληλα παρέμεναν αξύριστοι. Λόγω της οικονομικής ανέχειας των παλαιών αυτών χρόνων οι γυναίκες έβαφαν σε καζάνια όλα τα ρούχα τους μαύρα με χρώμα κατάλληλο για κάθε τύπο υφάσματος!
Κάπως έτσι οι παλιοί Τριπολιτσιώτες έφευγαν για την αιώνια ζωή, άλλοι με μεγαλύτερη επισημότητα λόγω της επιφανούς ζωής τους και άλλοι, με λιγοστά στεφάνια χωρίς τυμπανοκρουσίες και νεκροφόρες αλλά με την αγάπη και τη φροντίδα των δικών τους ανθρώπων, οι οποίοι διατηρούσαν έντονο το αίσθημα του κενού στις καρδιές τους...
*ο ανώτατος δικαστής κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
ΧΡΗΣΤΟΣ Η. ΜΗΤΣΙΑΣ