Στις 30 Οκτωβρίου το Ινστιτούτο διπλωματίας και διεθνών σχέσεων του Αμερικανικού Κολεγίου φιλοξένησε μια ενδιαφέρουσα «αντιπαράθεση» μεταξύ δύο πολύ γνωστών οικονομολόγων. Του ομότιμου καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κου Μπήτρου από τη μία, με το καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου κο Λαπαβίτσα από την άλλη. Γνωστές οι απόψεις και των δύο για τους παροικούντες στα … πολιτικά και οικονομικά πράγματα. Η συζήτηση είχε αντικείμενο την οικονομική κρίση, την ΟΝΕ, τη θέση και το μέλλον της Ελλάδας σε αυτήν.
Από την πλευρά του ο κ. Μπήτρος ανέφερε ότι ως οικονομολόγος είχε ταχθεί εναντίον της προσχώρησης της χώρας μας στην ΟΝΕ, την οποία θεωρούσε πρόωρη και χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη σύγκλιση της με τις οικονομίες των ισχυρών χωρών μελών της. Όμως ως Έλληνας πολίτης πίστευε ότι, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα ανέτοιμη να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο εγχείρημα, θα έπρεπε να το πράξει για έναν κυρίως λόγο: Διότι ήταν ο μόνος τρόπος να εξαναγκαστεί το εγχώριο πολιτικό προσωπικό να προχωρήσει στις απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, πού τόσο είχε (και εξακολουθεί να έχει) ανάγκη η ελληνική οικονομία. Πράγμα που βεβαίως δεν συνέβη.
Και οι δύο οικονομολόγοι συμφώνησαν στις αιτίες που προκάλεσαν τη κρίση στην Ελλάδα. Την απέδωσαν στο... στρεβλό οικονομικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, και στη σταδιακή καταστροφή του παραγωγικού ιστού. Επίσης στη διεύρυνση της απόκλισης με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες στο περιβάλλον της ΟΝΕ και στην έξαρση του φθηνού δανεισμού από τις αγορές εντός αυτής, που οδήγησε στην υπερχρέωση.
Η διάσταση απόψεων πιστοποιήθηκε όταν φθάσαμε στο «δια ταύτα». Στη διατύπωση των προτάσεων για το δέον γενέσθαι. Εκεί η μοναδική συμφωνία περιορίστηκε στη θέση ότι η μεταφορά πόρων (ανθρώπινων και υλικών) από τους μη εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας στους εμπορεύσιμους είναι παράγοντας ζωτικής σημασίας για την ανάκαμψη.
Ο κος Μπήτρος υποστήριξε ότι σήμερα η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει τον δύσκολο δρόμο εντός της ΟΝΕ, σε συνεργασία με τους εταίρους της, εφαρμόζοντας τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με τη προσδοκία ότι αυτές θα οδηγήσουν σε ανάκτηση ανταγωνιστικότητας, βελτίωση της παραγωγικότητας και του επενδυτικού περιβάλλοντος. Η ελληνική κρίση οφείλεται σε δομικές, διαρθρωτικές αδυναμίες, που πρέπει να θεραπευθούν και όχι σε κυκλικότητα, που διορθώνεται με τόνωση της ζήτησης. Οι επενδύσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο μέσω των αγορών.
Από τη μεριά του ο κος Λαπαβίτσας παρέθεσε σειρά θέσεων, που στο πυρήνα τους προϋποθέτουν ρήξεις και ανατροπές σε σχέση με τις θεμελιώδεις στρατηγικές επιλογές της χώρας και με επίκεντρο τον έντονα παρεμβατικό ρόλο του κράτους:
Υποστήριξε ότι η ευρωζώνη και το κοινό νόμισμα δεν έχουν μέλλον. Ανέφερε ότι η ΟΝΕ ήταν ευθύς εξαρχής καταδικασμένη ως εγχείρημα, κάτι που αναδείχτηκε στην πορεία με τις τρομερές ανισότητες στα ελλείμματα και τα χρέη που σωρεύουν οι διάφορες χώρες. Υπέδειξε ως μεγαλύτερο πρόβλημα τη διαφορά ανταγωνιστικότητας που υπάρχει μεταξύ της Γερμανίας αφενός και χωρών, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και φυσικά η Ελλάδα αφετέρου. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι πολύ χαμηλότερο στη Γερμανία απ’ ό,τι στις άλλες χώρες. Ο ομιλητής απέρριψε λύσεις όπως τη «συλλογικοποίηση των χρεών» ή τις μεταβιβάσεις πόρων από τη Γερμανία προς τις άλλες χώρες, διότι δεν δίνουν απάντηση στο βασικό πρόβλημα της απόκλισης της ανταγωνιστικότητας. Ούτε θεωρεί πως το πρόβλημα λύνεται με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας σε Γαλλία και Ιταλία, ώστε να συγκλίνουν οι άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες με τη Γερμανική. Κάτι τέτοιο θα επιδείνωνε την ύφεση και τον αποπληθωρισμό και θα οδηγούσε σε κοινωνικές εκρήξεις. Μοναδική λύση θα ήταν να αυξήσει η Γερμανία το κόστος εργασίας με αυξήσεις μισθών, κάτι πού πιστεύει πως η ιθύνουσα τάξη της ποτέ δεν θα αποδεχθεί, γιατί θα θέσει σε αμφισβήτηση τις εξαγωγές και τα πλεονάσματα της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον ομιλητή, η ΟΝΕ δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Όσο για την Ελλάδα το ερώτημα δεν είναι τόσο αν θα μείνει ή θα αποχωρήσει, όσο το γεγονός ότι εντός της ΟΝΕ δεν έχει απολύτως καμία πιθανότητα βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Πρότεινε σκληρή διαπραγμάτευση με τα όργανα της ευρωζώνης, με χρήση και εκβιασμών αν απαιτηθεί, προκειμένου η χώρα μας να επιτύχει δραστική διαγραφή του χρέους της. Εάν δεν υπάρξει συναινετική αποδοχή του αιτήματος και οι εταίροι δεν δεχθούν να «πάρουν τις ζημιές» τους, να προχωρήσουμε σε μονομερή άρνηση πληρωμών και να υιοθετήσουμε εθνικό νόμισμα. Αυτό, κατά τη γνώμη του, θα λειτουργήσει ενισχυτικά για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Ο ιδιωτικός τομέας και οι αγορές δεν πρόκειται να επενδύσουν σε μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά και τη κατάσταση της Ελλάδας. Επομένως πρέπει να το κάνει το κράτος. Πρότεινε έντονα επεκτατική πολιτική, προκειμένου να διενεργηθούν δημόσιες επενδύσεις, να συγκροτηθεί παραγωγική βάση, να τονωθεί η κατανάλωση.
Πρότεινε τέλος τη πλήρη κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη σύσταση επενδυτικής τράπεζας στα πρότυπα των παλαιών ΕΤΒΑ, ΕΤΕΒΑ και ΑΤΕ.
Προσωπικά συντάσσομαι με τις θέσεις του κου Μπήτρου. Όχι από ιδεοληψία. Θεωρώ ότι η οδός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέσα στα πλαίσια της ΟΝΕ και η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας από παρασιτικό σε παραγωγικό και εξωστρεφές είναι η μόνη ρεαλιστική διέξοδος. Μπορεί πράγματι η ΟΝΕ να καταρρεύσει στο μέλλον από τις αντιφάσεις της. Αλλά η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που πρέπει να το επιθυμεί αυτό.
Οι προτάσεις του κου Λαπαβίτσα ακούγονται ευχάριστες στα αυτιά. Δεν έχουν δράκο (ιδιωτικά κεφάλαια, επιχειρηματίες, αγορές)! Υπόσχονται ταχύτερη και φιλικότερη προς τους πολίτες αναπτυξιακή διαδικασία. Αλλά, φεύ, εμπεριέχουν αντιφάσεις. Αντιφάσεις δομικές, που δεν ερμηνεύονται. Εμπεριέχουν το σπόρο του ανέφικτου, του ουτοπικού. Εξηγούμαι:
Για να εξοικονομήσουμε ετήσιους πόρους ύψους περί το 4% του ΑΕΠ, που θα κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση του χρέους, η χώρα καλείται να ρισκάρει μια ρήξη στις σχέσεις της με την ΕΕ και την ΟΝΕ. Η επεκτατική πολιτική όμως που προτείνει απαιτεί πόρους για να χρηματοδοτηθεί. Αυτοί οι πόροι δεν υπάρχουν, αφού η εθνική αποταμίευση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Επομένως η χώρα θα τους δανειστεί. Συνακόλουθα, αφού ο λόγος γίνεται για εκτεταμένο δημόσιο επενδυτικό πρόγραμμα, σύντομα η νέα υπερχρέωση θα είναι γεγονός και θα υφίσταται εκ νέου ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης της, το οποίο και πάλι θα αφαιρεί πόρους από την οικονομία. Θα καταλήξουμε λοιπόν στο ίδιο σημείο, που σήμερα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, αλλά με πολύ δυσμενέστερους όρους, όντας ταυτοχρόνως μια χώρα απομονωμένη, χωρίς το παραμικρό προστατευτικό κέλυφος.
Από τη στιγμή που επέρχεται διάρρηξη των σχέσεων με την ευρωζώνη, μοναδική πηγή άντλησης δανεισμού είναι οι “κακές” αγορές. Πόσο λογικό είναι να μας δανείζουν οι αγορές, όταν θα υπάρχει διπλό προηγούμενο αθέτησης των υποχρεώσεων μας προς αυτές σε λίγα μόλις χρόνια; Γιατί να δανείσουν μια χώρα, που βασικό μέλημα της είναι η αρπαγή και μη επιστροφή των χρημάτων τους; Τα δεδομένα της οικονομίας μας δικαιολογούν το δανεισμό ή μήπως προκαλούν φόβο και απωθούν τα παντοειδή κεφάλαια; Κι αν το κάνουν, ποιο θα είναι το κόστος, ποιο το ύψος των επιτοκίων; Μήπως θα είναι απαγορευτικό; Πόθεν θα χρηματοδοτηθεί λοιπόν η επεκτατική πολιτική που πρότεινε ο ομιλητής;
Ο κος Λαπαβίτσας παραδέχτηκε την αθλιότητα, ανικανότητα και αναποτελεσματικότητα του «πελατειακού» ελληνικού κράτους. Ένα κράτος, μια διοίκηση, που αδυνατεί να ανταποκριθεί σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις του προς τους πολίτες (όπως η παροχή υπηρεσιών υγείας, παιδείας, δικαιοσύνης, ασφάλειας κλπ), που αδυνατεί ή αδιαφορεί να απορροφήσει μερικά δίς ετησίως από το ΕΣΠΑ, αυτό το ίδιο κράτος θα κληθεί να επωμιστεί και να φέρει σε πέρας ένα γιγάντιο επενδυτικό αναπτυξιακό πρόγραμμα. Είναι εφικτό; Πιθανότατα ο ομιλητής να έχει κατά νού την αναδιάρθρωση του κράτους και των δομών του, ώστε να γίνει πιο λειτουργικό. Αλλά κι αυτό πώς θα επιτευχθεί, όταν παράλληλα στη “λογική” του δεν περιλαμβάνεται κανένα αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού (αξιολόγηση, μονιμότητα, απολύσεις); Και πόσο χρόνο θα απαιτούσε;
Η ανάκτηση ανταγωνιστικότητας που θα κερδίσει η ελληνική οικονομία από την επαναφορά εθνικού νομίσματος προφανώς θα στηριχτεί στη χαμηλότερη ισοτιμία του νέου νομίσματος σε σχέση με το υπάρχον ευρώ. Και είναι λογικό ότι θα υποστεί σημαντικού ύψους υποτίμηση από τις αγορές, ώστε η ισοτιμία του να ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας μας. Πόσο ειλικρινής είναι λοιπόν όταν εξορκίζει τη πολιτική των μισθολογικών μειώσεων και της εσωτερικής υποτίμησης, την ίδια στιγμή που «υπόσχεται» πολύ μικρότερη αγοραστική δύναμη για τους εργαζόμενους σε περιβάλλον εθνικού νομίσματος;
Για τις υπόλοιπες παρενέργειες που θα επιφέρει η επανυιοθέτηση εθνικού νομίσματος και για τη πλήρη κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν θα σχολιάσω στο παρόν άρθρο. Είναι μεγάλα θέματα το καθένα από μόνο του και χρήζουν αυτόνομης αντιμετώπισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.