Παγκόσμια αίσθηση έχει ήδη προκαλέσει η απόφαση της κυβέρνησης Τσίπρα, να προχωρήσει μέσω διαγγέλματος στον ελληνικό λαό, στην ανακοίνωση διενέργειας δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου, για την έγκριση ή όχι της πρότασης που κατέθεσαν οι δανειστές στο τραπέζι των συζητήσεων στην ελληνική πλευρά.
Του Ζαχαρία Μίχα
(Διευθυντής Μελετών, Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας, ΙΑΑΑ-ISDA)
Τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία προαναγγέλλουν ολοκληρωτική πόλωση στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, με τη συνεδρίαση της Βουλής για το θέμα να αναμένεται «θερμή», ή μάλλον, για να εγκαταλείψουμε την «ξύλινη» και πολιτικώς ορθή γλώσσα, όλοι αναμένουν τη μετατροπή του Κοινοβουλίου σε «ροντέο»…
Ήδη έχει γίνει λόγος για αντισυνταγματικότητα της πρωτοβουλίας, με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να φτάνει στο σημείο να μιλά με βαρύτατες εκφράσεις και αποκαλώντας την «απόπειρα πραξικοπήματος», καλώντας εμμέσως τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, «που είναι επιπλέον καθηγητής του δημοσίου δικαίου και θεματοφύλακας της ιστορικής μνήμης του Κωνσταντίνου Καραμανλή» να το μπλοκάρει.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να υπενθυμιστούν οι συνεχείς δηλώσεις Παυλόπουλου, περί της ετοιμότητάς του να εξαντλήσει τα όρια των αρμοδιοτήτων που του δίνει το Ελληνικό Σύνταγμα, με σκοπό να διασφαλίσει την πορεία της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια δήλωση που πέραν της διαρκούς επανάληψης-υπενθύμισής της, δείχνει ευθυγραμμισμένη με αυτή του συνταγματολόγου πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Οπότε, πέραν της όποιας άλλης ανάλυσης της κατάστασης, καλό θα ήταν να τηρηθεί στάση αναμονής και τα μάτια να παραμείνουν στραμμένα και στο Προεδρικό Μέγαρο.
Η πολιτική απόφαση για το δημοψήφισμα όμως, δείχνει και αυτή βγαλμένη μέσα από τα «κιτάπια» της θεωρίας παιγνίων, οπότε, οι αναφορές στα ρεπορτάζ των τελευταίων ωρών που θέλουν για «πατέρα» της, ή τουλάχιστον φανατικό υπέρμαχό της, τον Γιάννη Βαρουφάκη, δείχνουν αξιόπιστα. Τι επιδιώκει όμως με την κίνηση αυτή;
Όλοι πιθανώς θυμούνται την πολύ πρόσφατη δήλωση Μέρκελ, ότι η συμφωνία με την Ελλάδα θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν το άνοιγμα των διεθνών αγορών τη Δευτέρα. Η δήλωση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί όμως και ως «τακτικό σφάλμα» της Γερμανίδας καγκελαρίου, αφού αποκαλύπτει την πεποίθησή της για την προοπτική σοβαρών αναταράξεων, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η συμφωνία.
Κατά συνέπεια, στόχος του κυβερνητικού επιτελείου θα μπορούσε να είναι ακριβώς αυτός: Το να προκαλέσει αυτό που η Άγκελα Μέρκελ επιθυμεί να αποτρέψει, δηλαδή γενικευμένο χρηματιστηριακό χάος, το οποίο θα αποδείξει – σύμφωνα με τη λογική Βαρουφάκη – τον ελληνικό ισχυρισμό, ότι ενδεχόμενο ελληνικό Grexit θα έχει σοβαρές επιπτώσεις και θα αποτελέσει την αρχή του τέλους – ή απλά σοβαρών κλυδωνισμών – του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
Αυτό είναι σενάριο-εφιάλτης για τη Γερμανία, εάν ισχύει το ότι η Ευρωζώνη που είναι «κομμένη και ραμμένη» στα γερμανικά «μέτρα» (έχοντας το Βερολίνο κάνει κατάχρηση στην αξιοποίησή της, με στόχο τη μεγιστοποίηση του ιδιοτελούς γερμανικού εθνικού συμφέροντος), αφού θα αντιμετωπίσει χειρότερα προβλήματα από αυτά που ήδη αντιμετωπίζει και θα τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική σταθερότητα και άλλων κρατών-μελών.
Με την κίνηση αυτή, η ελληνική πλευρά κλιμακώνει κάθετα τη σύγκρουση, παραμένοντας σταθερά εντός του «chicken game» που βρίσκεται σε εξέλιξη, διαβιβάζοντας στην πλευρά των δανειστών το μήνυμα, ότι παραμένι απολύτως έτοιμη για τη σύγκρουση, θεωρώντας – διακηρύσσοντας, ότι ενδεχόμενη αποδοχή της συμφωνίας που της προτείνεται, απλώς θα καθυστερήσει – ετεροχρονίσει το αναπόφευκτο, την ολοκληρωτική καταστροφή της ελληνικής οικονομίας.
Υπό αυτή την οπτική, θα μπορούσε κανείς να εξισώσει την ελληνική κίνηση με την «επιλογή του Σαμψών» (Sampson option), που συνοπτικά περιγράφεται ως «θα καταστραφώ, αλλά θα πάρω κι εσάς μαζί μου». Έχει βέβαια επιχειρηματολογήσει στις αναρτήσεις του το «defence-point.gr», για το ότι σε περίπτωση σύγκρουσης, η ανήκεστος βλάβη θα αφορά την Ελλάδα.
Η χώρα διαθέτει μια παντελώς διαλυμένη οικονομία, μια αρρωστημένη επιχειρηματική νοοτροπία και ένα υδροκέφαλο – αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, τα οποία σε συνδυασμό με τη γενικευμένη απροθυμία εισαγωγής μεταρρυθμίσεων που θα δώσουν νέα πνοή στην επιχειρηματική δραστηριότητα, αποτελεί «συνταγή» βεβαίας καταστροφής.
Αυτό θα μπορούσε υπό φυσιολογικές συνθήκες να αποτελεί επιχείρημα των δανειστών, ότι ένας «ορθολογικός δρων» στο απέναντι σημείο της τράπεζας των διαπραγματεύσεων, δεν έχει άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει. Όμως, στη σημερινή συγκυρία, τα πράγματα δείχνουν να είναι πιο πολύπλοκα.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι η μικρή ομάδα στελεχών που χειρίζεται τα της διαπραγμάτευσης, έχει αξιοποιήσει δεόντως ένα δεδομένο του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, του ΣΥΡΙΖΑ. Το δεδομένο αυτό δεν είναι άλλο από την – εν πολλοίς εύλογη – πεποίθηση των αναλυτών διεθνώς, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα συνονθύλευμα συνιστωσών, πολλές εκ των οποίων συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια θα διατυπώσει την πιο ουτοπική θέση, παραμένοντας προσκολλημένες σε ιδεοληψίες και στερεότυπα, εντελώς ξεπερασμένα τη σημερινή εποχή.
Αυτό το δεδομένο, εάν υποτεθεί ότι η στενή ομάδα που χειρίζεται τις διαπραγματεύσεις δεν τρέφει αυταπάτες για το τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει βοηθήσει τα μέγιστα στο να καλλιεργήσουν αργά και σταθερά αυτό το προφίλ του «μη ορθολογικού δρώντα», ο οποίος ασκεί πίεση στην ηγεσία, που με τη σειρά της, ορμώμενη από το κίνητρο της πολιτικής επιβίωσης, είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει λαϊκιστική ρητορική απευθυνόμενη στον Έλληνα, για να παραμείνει στην εξουσία, αντί να δεχθεί μέτρα που θα οδηγήσουν στην καταβολή τεράστιου πολιτικού κόστους, στην ταχεία υποχώρηση στις δημοσκοπήσεις και τελικά την απώλεια της εξουσίας.
Εν ολίγοις, συνεχίζει αυτή η λογική, αυτό το προφίλ του κόμματος ως «μη ορθολογικού δρώντα», χειραγωγείται από μια «κυνική και ορθολογική ηγεσία», που σαν στόχο έχει να παραμείνει στην εξουσία και να μην καταρρεύσει έξι μόλις μήνες μετά την ανάληψή της. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση είναι έτοιμη ακόμα και να βγάλει τη χώρα από την Ευρωζώνη, ακόμα και από την ΕΕ, για να διασωθεί πολιτικά, αξιοποιώντας επικοινωνιακά το επιχείρημα της «αξιοπρέπειας», απέναντι στους «παράλογους» δανειστές.
Αυτή η εικόνα που έχει καλλιεργηθεί όμως, είναι αυτή που δίνει σήμερα αξιοπιστία στην απειλή ότι η ελληνική ηγεσία πιστεύει πραγματικά στην «επιλογή του Σαμψών», πετώντας έτσι το «μπαλάκι» στην άλλη πλευρά, δηλαδή διαβιβάζοντάς της το μήνυμα, ότι «εάν επιθυμείτε αποτροπή του μοιραίου, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με δική σας υποχώρηση». Μακιαβελικό; Θα δείξει. Ακόμα κι αν τα ανωτέρω αποτυπώνουν τη σκέψη του Γιάννη Βαρουφάκη, δεν είναι απαραίτητο κάποια από τα άλλα άμεσα εμπλεκόμενα κυβερνητικά στελέχη να μη σκέπτονται πιο ιδιοτελώς. Αυτό όμως ενισχύει περαιτέρω το κεντρικό επιχείρημα, της αξιόπιστης απειλής…
Τι μπορεί να στραβώσει στην πορεία; Πολλά. Γι’ αυτό εξάλλου, ο τίτλος της παρούσας ανάλυσης μιλάει για «στρατηγική υψηλότατου ρίσκου και αβέβαιης απόδοσης». Είναι δεδομένο, ότι η άλλη πλευρά δεν έχει την επιλογή να εμφανιστεί να προσαρμόζεται στη θέληση της ελληνικής. Η λογική υπαγορεύει, ότι αυτό θα αποτελούσε κίνητρο να μπει εκ νέου σε ένα «παζάρι», να κόψουν και να ράψουν οι δυο πλευρές, ώστε να καταλήξουν σε μια συμφωνία.
Αυτό όμως, ακόμα κι αν αποτελέσει την τελική λύση, δεν μπορεί αν γίνει αμέσως, ακριβώς για τους λόγους δημόσιας εικόνας την οποία ο ισχυρός δεν έχει την επιλογή να την αφήσει επιπόλαια να καταστραφεί. Άρα, είναι λογικό να αναμένουμε τακτικές κινήσεις που θα προκαλέσουν άνοδο του κόστους για την ελληνική πλευρά. Ποιες θα μπορούσε να είναι αυτές;
Το μεγάλο «εργαλείο» είναι σαφώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο ELA, που κρατούν στη ζωή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Κλείνοντας τη «στρόφιγγα» της ρευστότητας, επιδίωξη των δανειστών θα είναι να αυξήσουν κάθετα την εσωτερική πίεση στον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του, καθώς είναι εύλογο να εκτιμά κανείς ότι θα έχει απώλειες στα ποσοστά αποδοχής στις δημοσκοπήσεις και σε επίπεδο κόμματος και προσωπικά.
Το πρόβλημα για τους δανειστές είναι η απουσία χρόνου. Την Κυριακή θα ληφθούν αποφάσεις και τη Δευτέρα θα μπορούσε να επικρατεί χάος στις διεθνείς αγορές, ενώ στην Ελλάδα οι ουρές στα ATM των τραπεζών, ξεκίνησαν λίγα λεπτά μόνο μετά το πρωθυπουργικό διάγγελμα, ενώ σημαντική κίνηση είχαν και τα βενζινάδικα…
Κι εδώ θα μπορούσε η τακτική των δανειστών για να καθησυχάσουν τις διεθνείς αγορές και να περιορίσουν τους κραδασμούς, θα μπορούσε να περιλαμβάνει το να μην κλείσει εντελώς η στρόφιγγα του ELA και οι Δραγασάκης και Τσακαλώτος να γυρίσουν «θριαμβευτές» από τη συνάντηση με τον Μάριο Ντράγκι από τη Φραγκφούρτη.
Γνωρίζει μήπως κανείς μετά βεβαιότητα, εάν στη συζήτηση δεν θα πέσει και η ιδέα «αν μας δώσετε μικρό χαλάρωμα στα πιο επαχθή μέτρα, συν μια συγκεκριμένη αναφορά για τη διευθέτηση του προβλήματος του χρέους, κι εμείς θα τραβήξουμε πίσω το δημοψήφισμα, αφού δεν θα υφίσταται η παλιά συμφωνία»; Όχι και είναι ένα ενδεχόμενο. Όπως ενδεχόμενο είναι οι δανειστές να μας διαμηνύσουν ότι δεν έχει νόημα το δημοψήφισμα, αφού αποσύρουν την πρόταση. Η Ελλάδα έχει το πρόβλημα, θα διαμηνύσουν, αφού χρεοκοπεί οριστικά σε μια-δυο μέρες.
Το πώς θα γινόταν δεκτή μια πρόταση απόσυρσης του δημοψηφίσματος, δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί, αφού θα μπορούσε ακόμα και να ερμηνευθεί ως ελληνική αδυναμία και να οδηγήσει σε περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης. Το βέβαιο είναι, ότι τις επόμενες ώρες αναμένεται ρητορική όξυνση από διάφορες πλευρές, με την Άγκελα Μέρκελ να έχει και επιπρόσθετο πρόβλημα να αντιμετωπίσει, αυτό της ενίσχυσης των υποστηρικτών των θέσεων του Σόιμπλε, κάτι που θα όρθωνε πολύ σημαντικά προβλήματα στο δικό της εσωτερικό μέτωπο.
Οπότε, όσο και να έχει ως προτεραιότητα το να μην καταγραφεί ως η καγκελάριος που θα «σκάσει» η Ευρώπη στα χέρια της, δεν μπορεί και να αδιαφορήσει για το εσωτερικό της Γερμανίας. Αστάθμητοι παράγοντες θα μπορούσαν να αποδειχθούν οι διαθέσεις σε άλλες ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης, αλλά και η απομακρυσμένη πιθανότητα «άνωθεν» επιδιαιτητικής παρέμβασης, με την ακόμα λιγότερο πιθανή απόπειρα του ιδίου του Μπάρακ Ομπάμα προσωπικά, να οδηγήσει τα δυο μέρη σε συμφωνία, καθώς ο υπουργός Οικονομικών, Τζακ Λιού, δείχνει να μη διαθέτει τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματική επιρροής και περιορίζεται σε δηλώσεις…
Είναι προφανές, ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το περιθώριο να συμβεί τελικά «ατύχημα» είναι πολύ υψηλές. Αυτό αποτελεί ταυτόχρονα όπλο και απειλή για την Ελλάδα. Ας μην ξεχνούμε, ότι το «leave something to chance», το να αφήσεις κάτι στην τύχη δηλαδή, αποτελεί ορθολογικότατη ενίοτε και στρατηγικά παραδεκτή επιλογή σε μια σύγκρουση, ιδίως όταν έχεις απέναντι «οργανωμένο» αντίπαλο που δεν αρέσκεται σε «εκπλήξεις». Στο ελληνικό προφίλ αυτό ταιριάζει απολύτως.
Το πρόβλημα εν τέλει είναι, ότι συνολικά πρόκειται για μια ορθολογική μεν στρατηγική, πολύ υψηλού όμως ρίσκου, καθώς είναι πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο οι δανειστές να ζυγίσουν εντελώς διαφορετικά τα θετικά και τα αρνητικά, σε σύγκριση με ό,τι εμείς πιστεύουμε και η παρακινδυνευμένη πολιτική κίνηση (brinkmanship) απλά να αποδειχθεί ότι ισοδυναμούσε με δημοψήφισμα εντός ή εκτός του ευρώ, για το οποίο να αποδειχθεί ότι δεν είχαμε καν τα χρήματα να το διεξάγουμε.
Πηγή Defence-Point
Του Ζαχαρία Μίχα
(Διευθυντής Μελετών, Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας, ΙΑΑΑ-ISDA)
Τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία προαναγγέλλουν ολοκληρωτική πόλωση στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, με τη συνεδρίαση της Βουλής για το θέμα να αναμένεται «θερμή», ή μάλλον, για να εγκαταλείψουμε την «ξύλινη» και πολιτικώς ορθή γλώσσα, όλοι αναμένουν τη μετατροπή του Κοινοβουλίου σε «ροντέο»…
Ήδη έχει γίνει λόγος για αντισυνταγματικότητα της πρωτοβουλίας, με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να φτάνει στο σημείο να μιλά με βαρύτατες εκφράσεις και αποκαλώντας την «απόπειρα πραξικοπήματος», καλώντας εμμέσως τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, «που είναι επιπλέον καθηγητής του δημοσίου δικαίου και θεματοφύλακας της ιστορικής μνήμης του Κωνσταντίνου Καραμανλή» να το μπλοκάρει.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να υπενθυμιστούν οι συνεχείς δηλώσεις Παυλόπουλου, περί της ετοιμότητάς του να εξαντλήσει τα όρια των αρμοδιοτήτων που του δίνει το Ελληνικό Σύνταγμα, με σκοπό να διασφαλίσει την πορεία της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια δήλωση που πέραν της διαρκούς επανάληψης-υπενθύμισής της, δείχνει ευθυγραμμισμένη με αυτή του συνταγματολόγου πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Οπότε, πέραν της όποιας άλλης ανάλυσης της κατάστασης, καλό θα ήταν να τηρηθεί στάση αναμονής και τα μάτια να παραμείνουν στραμμένα και στο Προεδρικό Μέγαρο.
Η πολιτική απόφαση για το δημοψήφισμα όμως, δείχνει και αυτή βγαλμένη μέσα από τα «κιτάπια» της θεωρίας παιγνίων, οπότε, οι αναφορές στα ρεπορτάζ των τελευταίων ωρών που θέλουν για «πατέρα» της, ή τουλάχιστον φανατικό υπέρμαχό της, τον Γιάννη Βαρουφάκη, δείχνουν αξιόπιστα. Τι επιδιώκει όμως με την κίνηση αυτή;
Όλοι πιθανώς θυμούνται την πολύ πρόσφατη δήλωση Μέρκελ, ότι η συμφωνία με την Ελλάδα θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν το άνοιγμα των διεθνών αγορών τη Δευτέρα. Η δήλωση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί όμως και ως «τακτικό σφάλμα» της Γερμανίδας καγκελαρίου, αφού αποκαλύπτει την πεποίθησή της για την προοπτική σοβαρών αναταράξεων, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η συμφωνία.
Κατά συνέπεια, στόχος του κυβερνητικού επιτελείου θα μπορούσε να είναι ακριβώς αυτός: Το να προκαλέσει αυτό που η Άγκελα Μέρκελ επιθυμεί να αποτρέψει, δηλαδή γενικευμένο χρηματιστηριακό χάος, το οποίο θα αποδείξει – σύμφωνα με τη λογική Βαρουφάκη – τον ελληνικό ισχυρισμό, ότι ενδεχόμενο ελληνικό Grexit θα έχει σοβαρές επιπτώσεις και θα αποτελέσει την αρχή του τέλους – ή απλά σοβαρών κλυδωνισμών – του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
Αυτό είναι σενάριο-εφιάλτης για τη Γερμανία, εάν ισχύει το ότι η Ευρωζώνη που είναι «κομμένη και ραμμένη» στα γερμανικά «μέτρα» (έχοντας το Βερολίνο κάνει κατάχρηση στην αξιοποίησή της, με στόχο τη μεγιστοποίηση του ιδιοτελούς γερμανικού εθνικού συμφέροντος), αφού θα αντιμετωπίσει χειρότερα προβλήματα από αυτά που ήδη αντιμετωπίζει και θα τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική σταθερότητα και άλλων κρατών-μελών.
Με την κίνηση αυτή, η ελληνική πλευρά κλιμακώνει κάθετα τη σύγκρουση, παραμένοντας σταθερά εντός του «chicken game» που βρίσκεται σε εξέλιξη, διαβιβάζοντας στην πλευρά των δανειστών το μήνυμα, ότι παραμένι απολύτως έτοιμη για τη σύγκρουση, θεωρώντας – διακηρύσσοντας, ότι ενδεχόμενη αποδοχή της συμφωνίας που της προτείνεται, απλώς θα καθυστερήσει – ετεροχρονίσει το αναπόφευκτο, την ολοκληρωτική καταστροφή της ελληνικής οικονομίας.
Υπό αυτή την οπτική, θα μπορούσε κανείς να εξισώσει την ελληνική κίνηση με την «επιλογή του Σαμψών» (Sampson option), που συνοπτικά περιγράφεται ως «θα καταστραφώ, αλλά θα πάρω κι εσάς μαζί μου». Έχει βέβαια επιχειρηματολογήσει στις αναρτήσεις του το «defence-point.gr», για το ότι σε περίπτωση σύγκρουσης, η ανήκεστος βλάβη θα αφορά την Ελλάδα.
Η χώρα διαθέτει μια παντελώς διαλυμένη οικονομία, μια αρρωστημένη επιχειρηματική νοοτροπία και ένα υδροκέφαλο – αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, τα οποία σε συνδυασμό με τη γενικευμένη απροθυμία εισαγωγής μεταρρυθμίσεων που θα δώσουν νέα πνοή στην επιχειρηματική δραστηριότητα, αποτελεί «συνταγή» βεβαίας καταστροφής.
Αυτό θα μπορούσε υπό φυσιολογικές συνθήκες να αποτελεί επιχείρημα των δανειστών, ότι ένας «ορθολογικός δρων» στο απέναντι σημείο της τράπεζας των διαπραγματεύσεων, δεν έχει άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει. Όμως, στη σημερινή συγκυρία, τα πράγματα δείχνουν να είναι πιο πολύπλοκα.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι η μικρή ομάδα στελεχών που χειρίζεται τα της διαπραγμάτευσης, έχει αξιοποιήσει δεόντως ένα δεδομένο του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, του ΣΥΡΙΖΑ. Το δεδομένο αυτό δεν είναι άλλο από την – εν πολλοίς εύλογη – πεποίθηση των αναλυτών διεθνώς, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα συνονθύλευμα συνιστωσών, πολλές εκ των οποίων συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια θα διατυπώσει την πιο ουτοπική θέση, παραμένοντας προσκολλημένες σε ιδεοληψίες και στερεότυπα, εντελώς ξεπερασμένα τη σημερινή εποχή.
Αυτό το δεδομένο, εάν υποτεθεί ότι η στενή ομάδα που χειρίζεται τις διαπραγματεύσεις δεν τρέφει αυταπάτες για το τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει βοηθήσει τα μέγιστα στο να καλλιεργήσουν αργά και σταθερά αυτό το προφίλ του «μη ορθολογικού δρώντα», ο οποίος ασκεί πίεση στην ηγεσία, που με τη σειρά της, ορμώμενη από το κίνητρο της πολιτικής επιβίωσης, είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει λαϊκιστική ρητορική απευθυνόμενη στον Έλληνα, για να παραμείνει στην εξουσία, αντί να δεχθεί μέτρα που θα οδηγήσουν στην καταβολή τεράστιου πολιτικού κόστους, στην ταχεία υποχώρηση στις δημοσκοπήσεις και τελικά την απώλεια της εξουσίας.
Εν ολίγοις, συνεχίζει αυτή η λογική, αυτό το προφίλ του κόμματος ως «μη ορθολογικού δρώντα», χειραγωγείται από μια «κυνική και ορθολογική ηγεσία», που σαν στόχο έχει να παραμείνει στην εξουσία και να μην καταρρεύσει έξι μόλις μήνες μετά την ανάληψή της. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση είναι έτοιμη ακόμα και να βγάλει τη χώρα από την Ευρωζώνη, ακόμα και από την ΕΕ, για να διασωθεί πολιτικά, αξιοποιώντας επικοινωνιακά το επιχείρημα της «αξιοπρέπειας», απέναντι στους «παράλογους» δανειστές.
Αυτή η εικόνα που έχει καλλιεργηθεί όμως, είναι αυτή που δίνει σήμερα αξιοπιστία στην απειλή ότι η ελληνική ηγεσία πιστεύει πραγματικά στην «επιλογή του Σαμψών», πετώντας έτσι το «μπαλάκι» στην άλλη πλευρά, δηλαδή διαβιβάζοντάς της το μήνυμα, ότι «εάν επιθυμείτε αποτροπή του μοιραίου, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με δική σας υποχώρηση». Μακιαβελικό; Θα δείξει. Ακόμα κι αν τα ανωτέρω αποτυπώνουν τη σκέψη του Γιάννη Βαρουφάκη, δεν είναι απαραίτητο κάποια από τα άλλα άμεσα εμπλεκόμενα κυβερνητικά στελέχη να μη σκέπτονται πιο ιδιοτελώς. Αυτό όμως ενισχύει περαιτέρω το κεντρικό επιχείρημα, της αξιόπιστης απειλής…
Τι μπορεί να στραβώσει στην πορεία; Πολλά. Γι’ αυτό εξάλλου, ο τίτλος της παρούσας ανάλυσης μιλάει για «στρατηγική υψηλότατου ρίσκου και αβέβαιης απόδοσης». Είναι δεδομένο, ότι η άλλη πλευρά δεν έχει την επιλογή να εμφανιστεί να προσαρμόζεται στη θέληση της ελληνικής. Η λογική υπαγορεύει, ότι αυτό θα αποτελούσε κίνητρο να μπει εκ νέου σε ένα «παζάρι», να κόψουν και να ράψουν οι δυο πλευρές, ώστε να καταλήξουν σε μια συμφωνία.
Αυτό όμως, ακόμα κι αν αποτελέσει την τελική λύση, δεν μπορεί αν γίνει αμέσως, ακριβώς για τους λόγους δημόσιας εικόνας την οποία ο ισχυρός δεν έχει την επιλογή να την αφήσει επιπόλαια να καταστραφεί. Άρα, είναι λογικό να αναμένουμε τακτικές κινήσεις που θα προκαλέσουν άνοδο του κόστους για την ελληνική πλευρά. Ποιες θα μπορούσε να είναι αυτές;
Το μεγάλο «εργαλείο» είναι σαφώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο ELA, που κρατούν στη ζωή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Κλείνοντας τη «στρόφιγγα» της ρευστότητας, επιδίωξη των δανειστών θα είναι να αυξήσουν κάθετα την εσωτερική πίεση στον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του, καθώς είναι εύλογο να εκτιμά κανείς ότι θα έχει απώλειες στα ποσοστά αποδοχής στις δημοσκοπήσεις και σε επίπεδο κόμματος και προσωπικά.
Το πρόβλημα για τους δανειστές είναι η απουσία χρόνου. Την Κυριακή θα ληφθούν αποφάσεις και τη Δευτέρα θα μπορούσε να επικρατεί χάος στις διεθνείς αγορές, ενώ στην Ελλάδα οι ουρές στα ATM των τραπεζών, ξεκίνησαν λίγα λεπτά μόνο μετά το πρωθυπουργικό διάγγελμα, ενώ σημαντική κίνηση είχαν και τα βενζινάδικα…
Κι εδώ θα μπορούσε η τακτική των δανειστών για να καθησυχάσουν τις διεθνείς αγορές και να περιορίσουν τους κραδασμούς, θα μπορούσε να περιλαμβάνει το να μην κλείσει εντελώς η στρόφιγγα του ELA και οι Δραγασάκης και Τσακαλώτος να γυρίσουν «θριαμβευτές» από τη συνάντηση με τον Μάριο Ντράγκι από τη Φραγκφούρτη.
Γνωρίζει μήπως κανείς μετά βεβαιότητα, εάν στη συζήτηση δεν θα πέσει και η ιδέα «αν μας δώσετε μικρό χαλάρωμα στα πιο επαχθή μέτρα, συν μια συγκεκριμένη αναφορά για τη διευθέτηση του προβλήματος του χρέους, κι εμείς θα τραβήξουμε πίσω το δημοψήφισμα, αφού δεν θα υφίσταται η παλιά συμφωνία»; Όχι και είναι ένα ενδεχόμενο. Όπως ενδεχόμενο είναι οι δανειστές να μας διαμηνύσουν ότι δεν έχει νόημα το δημοψήφισμα, αφού αποσύρουν την πρόταση. Η Ελλάδα έχει το πρόβλημα, θα διαμηνύσουν, αφού χρεοκοπεί οριστικά σε μια-δυο μέρες.
Το πώς θα γινόταν δεκτή μια πρόταση απόσυρσης του δημοψηφίσματος, δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί, αφού θα μπορούσε ακόμα και να ερμηνευθεί ως ελληνική αδυναμία και να οδηγήσει σε περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης. Το βέβαιο είναι, ότι τις επόμενες ώρες αναμένεται ρητορική όξυνση από διάφορες πλευρές, με την Άγκελα Μέρκελ να έχει και επιπρόσθετο πρόβλημα να αντιμετωπίσει, αυτό της ενίσχυσης των υποστηρικτών των θέσεων του Σόιμπλε, κάτι που θα όρθωνε πολύ σημαντικά προβλήματα στο δικό της εσωτερικό μέτωπο.
Οπότε, όσο και να έχει ως προτεραιότητα το να μην καταγραφεί ως η καγκελάριος που θα «σκάσει» η Ευρώπη στα χέρια της, δεν μπορεί και να αδιαφορήσει για το εσωτερικό της Γερμανίας. Αστάθμητοι παράγοντες θα μπορούσαν να αποδειχθούν οι διαθέσεις σε άλλες ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης, αλλά και η απομακρυσμένη πιθανότητα «άνωθεν» επιδιαιτητικής παρέμβασης, με την ακόμα λιγότερο πιθανή απόπειρα του ιδίου του Μπάρακ Ομπάμα προσωπικά, να οδηγήσει τα δυο μέρη σε συμφωνία, καθώς ο υπουργός Οικονομικών, Τζακ Λιού, δείχνει να μη διαθέτει τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματική επιρροής και περιορίζεται σε δηλώσεις…
Είναι προφανές, ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το περιθώριο να συμβεί τελικά «ατύχημα» είναι πολύ υψηλές. Αυτό αποτελεί ταυτόχρονα όπλο και απειλή για την Ελλάδα. Ας μην ξεχνούμε, ότι το «leave something to chance», το να αφήσεις κάτι στην τύχη δηλαδή, αποτελεί ορθολογικότατη ενίοτε και στρατηγικά παραδεκτή επιλογή σε μια σύγκρουση, ιδίως όταν έχεις απέναντι «οργανωμένο» αντίπαλο που δεν αρέσκεται σε «εκπλήξεις». Στο ελληνικό προφίλ αυτό ταιριάζει απολύτως.
Το πρόβλημα εν τέλει είναι, ότι συνολικά πρόκειται για μια ορθολογική μεν στρατηγική, πολύ υψηλού όμως ρίσκου, καθώς είναι πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο οι δανειστές να ζυγίσουν εντελώς διαφορετικά τα θετικά και τα αρνητικά, σε σύγκριση με ό,τι εμείς πιστεύουμε και η παρακινδυνευμένη πολιτική κίνηση (brinkmanship) απλά να αποδειχθεί ότι ισοδυναμούσε με δημοψήφισμα εντός ή εκτός του ευρώ, για το οποίο να αποδειχθεί ότι δεν είχαμε καν τα χρήματα να το διεξάγουμε.
Πηγή Defence-Point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.