3 Σεπτεμβρίου 2016, 09:02
Από τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, κορυφαίο γεωπολιτικό των ΗΠΑ, ως τους Ευρωπαίους διευθύνοντες δεξαμενές σκέψεις, γίνεται μια κοινή διαπίστωση: Οι ΗΠΑ παραμένουν η ισχυρότερη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη, αλλά δεν έχουν το ρόλο που διαδραμάτισαν μέχρι σήμερα. Η Αμερική δεν είναι η παγκόσμια αυτοκράτειρα που ρυθμίζει, κατά το δοκούν, τις διεθνείς υποθέσεις.
Το κενό αυτού του ρόλου είναι ηχηρό και πρέπει να καλυφθεί. Διαφορετικά η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί στο χάος.
Η περίοδος που διανύουμε είναι μεταβατική, και εκείνο ακριβώς που αναζητείται είναι ποιος ηγετικός συνδυασμός δυνάμεων θα προκύψει, ποια θα είναι τα κυρίαρχα στοιχεία στην οικονομία, την ιδεολογική αναπαραγωγή και την πολιτική, με την έννοια κατά πόσο θα αντέξουν τα διεθνή πολιτικά πρότυπα διακυβέρνησης που προβλήθηκαν ως σήμερα. Ακόμη και η δημοκρατία.
Η κρίση ενός οικονομικού μοντέλου που εξάντλησε τις δυνατότητές του, οι προσφυγικές ροές που αλλοιώνουν κοινωνικές και πολιτισμικές σταθερές στην πολιτική της Δύσης και η εκδήλωση ενός καταπιεσμένου θυμού από κοινωνίες που υπέστησαν τον αποικισμό αλλά και τον ιμπεριαλισμό είναι καταλύτες διαλυτικοί μιας παγκόσμιας κοινωνίας στην οποία δεν μπορεί να διατηρηθούν οι υπάρχουσες ισορροπίες.
Σε επίπεδο εγκεφάλων παραγωγής εξωτερικής πολιτικής οι ΗΠΑ έχουν συνειδητοποιήσει αυτές τις διεθνείς πιέσεις, αλλά σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας οι επιλογές τους ήταν καταστρεπτικές. Είτε με την αδράνειά τους είτε με τις λανθασμένες παρεμβάσεις τους.
Η περίπτωση χωρών της νοτιοδυτικής Ασίας (Αφγανιστάν, Πακιστάν), της Μέσης Ανατολής (Ιράκ, Συρία) και της Βορείου Αφρικής (Λιβύη) είναι χαρακτηριστικές. Οι ΗΠΑ εφάρμοσαν το αμερικανικό δόγμα: «πρώτα πυροβολώ και μετά κοιτάω πού πυροβόλησα». Άνοιξαν τα μέτωπα και στη συνέχεια αναζητούσαν τους καλύτερους, γι’ αυτές, τρόπους να τα κλείσουν. Όλα τα μέτωπα είναι ανοικτά, με πληγές χαίνουσες, και το αμερικανικό αδιέξοδο θα επιταθεί μετά τις προεδρικές εκλογές.
Ο Ομπάμα είχε την προνοητικότητα να μη ρίξει λάδι στη συριακή φωτιά, της οποίας τον έλεγχο απώλεσε, αλλά από τη νέα χρονιά η διαφαινόμενη αμερικανική πολιτική από τους υποψηφίους που διεκδικούν το χρίσμα είναι είτε απομόνωση, σε περίπτωση εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, είτε μια απερίσκεπτη νεοσυντηρητική επιθετικότητα, στην περίπτωση της Χίλαρι Κλίντον.
Στην εκδοχή Τραμπ οι ΗΠΑ θα απολέσουν διεθνές έδαφος υπέρ της Ρωσίας και της Κίνας, στην περίπτωση Κλίντον θα μπουν, και πάλι, σε μια παγκόσμια ρευστότητα από την οποία θα εξέλθουν, αν εξέλθουν, βαθύτατα τραυματισμένες.
Διότι οι καιροί άλλαξαν και οι ΗΠΑ δεν είναι η μονοκράτειρα που γνωρίζαμε. Θα ακούσουν οι πολιτικοί τα «institutions» στα οποία βασίζεται, μέχρι σήμερα, η αμερικανική πολιτική;
Μια αμερικανική υποχώρηση θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Στη μεταβατική φάση που διανύουμε, και πριν το διεθνές σύστημα αποκτήσει μια νέα ισορροπία, η ρευστότητα στη Μέση Ανατολή θα διαχυθεί στην Ασία, την Αφρική και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Δεν είναι μόνο οι θρησκευτικές αντιλήψεις που την αναπαράγουν, αλλά και ένας καταπιεσμένος ψυχισμός των λαών αυτών που έχει τις πρόσφατες ρίζες του στην αποικιοκρατία και τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές.
Οι αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές πληγές είναι βαθιές ,και η ιδεολογική αναπαραγωγή τους ενεργός και διαχρονική στις κοινωνίες αυτές. Εκατομμύρια οι σφαγιασθέντες, και δίψα για εκδίκηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αμερικανικής αδυναμίας υπήρξε η περίπτωση της Συρίας. Η Ουάσινγκτον, μετά την εμπειρία του Ιράκ και του Αφγανιστάν, δεν τόλμησε να εμπλακεί στον συριακό βάλτο και μερικοί Αμερικανοί αναλυτές επικρίνουν την κυβέρνηση Ομπάμα γιατί δεν το έπραξε στην αρχή της κρίσης. Η φρόνιμη σκέψη της τρέχουσας αμερικανικής διοίκησης που απέτρεψε μια νέα εισβολή προήλθε από το ερώτημα ποιος θα διαδεχθεί τον Άσαντ στην περίπτωση απομάκρυνσής του από την εξουσία.
Τα διαφαινόμενα σχήματα είχαν εμφανή τρομοκρατική χροιά, με μόνη την Τουρκία να επιμένει στην αλλαγή διότι είχε διαμορφώσει διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με σουνιτικές τρομοκρατικές οργανώσεις τις οποίες υποστήριξε και υποστηρίζει ακόμη και σήμερα, απροκάλυπτα. Και μάλιστα με τη συνεργασία ΗΠΑ και Ρωσίας, όσο και αν (θεωρητικά) Ουάσινγκτον και Μόσχα στέλνουν μηνύματα δυσαρέσκειας προς την Άγκυρα.
Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, η Τουρκία δεν είχε άλλη επιλογή από την επέμβαση. Διότι ο τουρκικός εφιάλτης δεν είναι ούτε το ισλαμικό κράτος ούτε η αγωνία για το μέλλον της Συρίας. Ο εφιάλτης της είναι η ανάδυση στον συριακό Βορρά μιας ενιαίας κουρδικής οντότητας, πρόκριμα για την περαιτέρω δραστηριοποίηση των Κούρδων που ζουν στο δικό της έδαφος.
Η τουρκική επέμβαση έγινε ακριβώς τη στιγμή που τα περιθώρια για την κατάληψη του εναπομείναντος εδάφους από τους Κούρδους, για την ενοποίηση των καντονιών τους, είχαν στενέψει.
Η επέμβαση πραγματοποιήθηκε με τις ευλογίες ΗΠΑ και Ρωσίας. Μόνον αφελείς μπορεί να υιοθετήσουν την εκδοχή ότι η Τουρκία ξεγέλασε την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα, οι οποίες δεν αντιλήφθηκαν τον πραγματικό σκοπό της εισβολής της στη Συρία.
Η Άγκυρα πραγματοποιεί, μέχρι σήμερα, στρατιωτικούς περιπάτους που της εξασφάλισαν οι επαφές που είχε και διατηρεί με το ISIS. Τα πράγματα όμως θα δυσκολέψουν όσο παραμένει στον συριακό βάλτο και όσο θα αναγκάζεται να υφίσταται απώλειες από το κουρδικό αντάρτικο. Διότι μπορεί οι Κούρδοι να αποφεύγουν, φρονίμως ποιούντες, να έρθουν σε άμεση αντιπαράθεση με τις τακτικές τουρκικές δυνάμεις, γνωρίζουν όμως καλά από την εμπειρία τους στο αντάρτικο, μέσα στην Τουρκία, πώς να τις φθείρουν.
Η μεγαλύτερη όμως φθορά των τουρκικών δυνάμεων και της Τουρκίας γενικότερα θα προέλθει από τη παράταση της παραμονής τους στο συριακό έδαφος. Καμιά χώρα –ούτε οι μεγάλες δυνάμεις– δεν μπόρεσε να αποφύγει μια τεράστια οικονομική αιμορραγία από έναν παρατεταμένο πόλεμο φθοράς.
Άλλωστε, στο περίφημο βιβλίο του Η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων ο Πολ Κένεντι εντόπιζε σαν σημαντική αιτία της κατάρρευσής τους την αναγκαστική στρατιωτική επέκτασή τους.
Και όταν αυτό ισχύει για τις μεγάλες δυνάμεις, ισχύει, κατά μείζονα λόγο, και για τις περιφερειακές, όπως η Τουρκία.
Οι διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχουν αντιληφθεί πως η χώρα τους δεν μπορεί να διαχειριστεί μόνη της τις παγκόσμιες υποθέσεις. Γι’ αυτό αναζητούν, επιμόνως, τη συνεργασία Ρωσίας και Κίνας – ή, εν ανάγκη, μίας εκ των δύο δυνάμεων.
Ο Μπρεζίνσκι βλέπει το μέλλον της Ρωσίας στην ισχυροποίησή της ως εθνικού κράτους και την ένταξή της στην Ευρώπη. Και της Κίνας στη συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Για τη σημερινή Ευρώπη οι εκτιμήσεις δεν είναι κολακευτικές και περιορίζονται στο να αποφύγει τη διάλυση με τα διάφορα exit, και να αναβιώσει στους ευρωπαϊκούς λαούς την επιθυμία ένταξης στους κόλπους της.
Μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, όμως, θα πρέπει να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και να μην αποκλείει ούτε τη ρωσική ένταξη.
Ούτε όμως η Ρωσία ούτε και η Κίνα βρίσκονται στο απυρόβλητο των διεθνών απειλών, και μάλιστα των μεσανατολικών.
Η αποτυχία συγκράτησης της μεσανατολικής ρευστότητας θα δημιουργήσει προβλήματα και στον ρωσικό Νότο και στις κινεζικές βορειοδυτικές επαρχίες. Η Κίνα δεν θα μπορέσει να αποφύγει πολέμους και η Ρωσία δεν μπορεί να σταθεί στο χρυσό βάθρο της παγκόσμιας ηγεμονίας.
Άρα, τα ζητήματα που θα τεθούν το επόμενο διάστημα είναι η συνεργασία Αμερικής-Ρωσίας-Κίνας, ένας εποικοδομητικός ευρωπαϊκός ρόλος, και άσκηση πολιτικής από τοπικούς δρώντες, στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής την Τουρκία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, το Ιράν, ακόμη και τη Σαουδική Αραβία αν εγκαταλείψει τον ακραίο ουαχαμπιτισμό της στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Και η Ελλάδα;
Η Ελλάδα περιστρέφεται στον αστερισμό των ιδεολογημάτων μιας ομάδας ανθρώπων που «δεν καταλαβαίνει, και όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατεί και πού πηγαίνει».
Τα επόμενα 20 χρόνια είναι καθοριστικά για την ύπαρξή μας ως κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.