Ανάλυση του Δημήτρη Απόκη
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Η χθεσινή νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, από τον πρώτο γύρο, στις προεδρικές εκλογές της Τουρκίας, αλλά και η νίκη του Συνασπισμού του Κόμματός του, AKP, με τους εθνικιστές του Ντελβέτ Μπαχτσελί, αποδεικνύει το πόσο λάθος είναι κάποιοι να μην εννοούν να αντιληφθούν ότι η Τουρκία, είναι πλέον χώρα του Ερντογάν, η οποία στηρίζει την εθνικιστική έπαρση του και την πολιτική του, για ανάδειξη της χώρας σε μια περιφερειακή Δύναμη στην Μέση Ανατολή και την Ανατολή Μεσόγειο.
Στην Ελλάδα, αλλά και σε επίπεδο ομογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και θα ακουστεί κυνικό, υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν και μια άποψη ότι ο Ερντογάν και αναδυόμενη σε περιφερειακή δύναμη, με ταχύτατους ρυθμούς, Τουρκία, μπορεί να αντιμετωπιστεί με άσφαιρες τουφεκιές τύπου προσπάθειας καθυστέρησης της παράδοσης των μαχητικών αεροσκαφών F35, από τις ΗΠΑ, τη ρήξη μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον, και τις συνεχείς γκρίνιες περί δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δυστυχώς οι διεθνείς σχέσεις και η εξωτερική πολιτική δεν λειτουργούν έτσι. Το μόνο όπλο αντιμετώπισης περιπτώσεων όπως είναι η σημερινή Τουρκία, είναι η διαμόρφωση μιας συγκροτημένης στρατηγικής, η οποία θα έχει στο κέντρο της αποκλειστικά το εθνικό συμφέρον. Μια εθνική στρατηγική η οποία θα σχεδιαστεί και θα εφαρμοστεί με ψυχρό ρεαλισμό, χωρίς υποτέλειες σε υπερεθνικά κέντρα και ιδεοληψίες.
Αυτό, δυστυχώς, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια χώρα που η ηγεσία της, με γνώμονα το πολιτικό συμφέρον και τις ιδεοληψίες της, παραδίδει άνευ όρων την ιστορία της και το εθνικό της συμφέρον.
Η νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, με βάση τα παραπάνω, έχει και θετικές αλλά και αρνητικές επιπτώσεις για την Ελλάδα, με βάση την επίπτωση που θα έχει στη ευρύτερη γειτονιά μας, αλλά και τις επιπτώσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, και άλλες σημαντικές δυνάμεις στη διεθνή σκακιέρα.
Παρά τα πολλά που θα γραφτούν και θα ακουστούν περί του αντιθέτου, το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε, είναι μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα. Είναι προτιμότερο να έχεις να αντιμετωπίσεις των εχθρό τον οποίο γνωρίζεις, και όχι κάποιον ο οποίος θα εφάρμοζε ακριβώς την ίδια αναθεωρητική – επιθετική στρατηγική έναντι της Ελλάδας, φορώντας το μανδύα του δήθεν πιο δημοκρατικού και πιο φιλοδυτικού ηγέτη. Όσοι πίστευαν και πιστεύουν ότι η πολιτική του Μουχαρέμ Ιντζέ, θα ήταν καθόλου διαφορετική έναντι της Ελλάδας, κάνουν μεγάλο λάθος. Θα ήταν το ίδιο αναθεωρητική και επιθετική, και σε αντίθεση με τον Ερντογάν, ο Ιντζέ, δεν θα είχε να αντιμετωπίσει και την καχυποψία ή έστω την ανησυχία με την οποία η Ουάσιγκτον και συνολικά η Δύση, αντιμετωπίζει το σημερινό Πρόεδρο της Τουρκίας.
Ένας ακόμη λόγος που η χθεσινή νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, μπορεί να θεωρηθεί ως θετική εξέλιξη έχει να κάνει με το εσωτερικό της Τουρκίας. Σκληρό και κυνικό, αλλά είναι γνωστό σε όλους μας ότι ο Ερντογάν, έχει πλέον δημιουργήσει στην Τουρκία ένα απολυταρχικό καθεστώς, ελέγχοντας απόλυτα τον κρατικό μηχανισμό, και έχοντας διαβρώσει σε μεγάλο βαθμό τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και τις δυνάμεις ασφαλείας (ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα). Σε αυτή τη δεδομένη στιγμή μια οριακή ήττα του Ερντογάν στις εκλογές, θα οδηγούσε την Τουρκία σε μεγάλη αστάθεια και πιθανόν σε εμφύλια σύγκρουση. Παρά το γεγονός ότι κάποιοι θερμοκέφαλοι θα επιθυμούσαν και εύχονται κάτι τέτοιο, θα επρόκειτο για μια ολέθρια εξέλιξη όσο αφορά το εθνικό συμφέρον, την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Πέρα από τις θετικές επιπτώσεις, η χθεσινή νίκη Ερντογάν έχει και αρνητικές, τις οποίες, δυστυχώς, η παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα, είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει.
Σε μια στιγμή που η Ελλάδα, εφαρμόζει μια παθητική εξωτερική πολιτική, όπως δείχνει η κακή συμφωνία για την ονομασία των Σκοπίων, και βρίσκεται, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, σε μια αδύναμη θέση έναντι της Τουρκίας, η χθεσινή ολοκληρωτική επικράτηση Ερντογάν στις προεδρικές, αλλά και στις βουλευτικές εκλογές, αναμένεται να ανοίξει ακόμη περισσότερο την όρεξη του Τούρκου Προέδρου, αλλά και των πολιτικών συμμάχων του. Ο Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά τι έχει να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Η καταστροφική, με ελληνική πρωτοβουλία, επίσκεψή του στην Αθήνα και τα γεγονότα που έχουν μεσολαβήσει από τότε, τώρα που θα είναι πανίσχυρος τον καθιστούν ένα πολύ επικίνδυνο αντίπαλο.
Σε διεθνές επίπεδο, και ειδικά στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η χθεσινή ολοκληρωτική επικράτηση Ερντογάν, αναγκάζει την Ουάσιγκτον και το διεθνή παράγοντα να αντιμετωπίσει με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή και δυστυχώς αποδοχή τον Πρόεδρο της Τουρκίας, και την αναθεωρητική σε πολλά μέτωπα στρατηγική του. Μέχρι χθες ο Ερντογάν ήταν ένας ατίθασος – υπολογίσιμος παίκτης στη διεθνή σκακιέρα. Από σήμερα είναι ένας δυνατός και αναγκαστικά υπολογίσιμος παίκτης διεθνώς και κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Κάποιοι ανόητα και μάταια, μπορεί να συνεχίζουν να προσπαθούν και να υπολογίζουν σε μια σύγκρουση της Τουρκίας του Ερντογάν, με την Ουάσιγκτον και την κυβέρνηση Τράμπ. Όχι μόνο, εκτός και παγώσει η κόλαση, θα μείνουν με την επιθυμία, αλλά εάν συνεχίσουν τόσο στην περιοχή, αλλά ειδικά στην Ουάσιγκτον, αυτό τον ανόητο, ανούσιο, και στο δια ταύτα άσφαιρο ανταρτοπόλεμο, η ζημιά θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από το οποιοδήποτε κέρδος για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ο Ερντογάν μετά τη χθεσινή νίκη του, έχοντας πλέον εξουσίες που θυμίζουν την Προεδρία των ΗΠΑ, στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, θα συνεχίσει το πανέξυπνο ανατολίτικο παζάρι έναντι ΗΠΑ και Ρωσίας, παίρνοντας όλο και περισσότερα, και παγιώνοντας μια θέση καθοριστικού παίκτη στις εξελίξεις της γειτονιάς μας και της ευρύτερης περιοχής. Πρόκειται για μια εν δυνάμει, αρνητική εξέλιξη, εάν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα, πέρα από τις φανφάρες και τις φιέστες, εισέρχεται σε μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής εποπτείας, με σκληρό δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο πρόκειται να οδηγήσει σε περαιτέρω ασφυξία το χώρο της εθνικής άμυνας και ασφάλειας.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, στην εκλογική νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, βλέπει έναν εχθρό τον οποίο γνωρίζει καλά και αυτό μπορεί να αποτιμηθεί θετικά. Ταυτόχρονα όμως βλέπει και έναν ήδη ισχυρό και επικίνδυνο αντίπαλο να γίνεται πανίσχυρος και σαν αποτέλεσμα, θανάσιμα επικίνδυνος.
Η μόνη οδός αντιμετώπισης σε αυτό το επικίνδυνο σκηνικό είναι η διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής, έξυπνης και ευέλικτης στρατηγικής, μακριά από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις και με κεντρικό άξονα το εθνικό συμφέρον και μόνο. Δυστυχώς, μόνο κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, αυτό που βλέπει κανείς είναι παραχώρηση εθνικού συμφέροντος για πολιτικό κέρδος και υποταγή σε επιταγές ξένων κέντρων, χωρίς κανένα απολύτως όφελος για τη χώρα.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.
Η χθεσινή νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, από τον πρώτο γύρο, στις προεδρικές εκλογές της Τουρκίας, αλλά και η νίκη του Συνασπισμού του Κόμματός του, AKP, με τους εθνικιστές του Ντελβέτ Μπαχτσελί, αποδεικνύει το πόσο λάθος είναι κάποιοι να μην εννοούν να αντιληφθούν ότι η Τουρκία, είναι πλέον χώρα του Ερντογάν, η οποία στηρίζει την εθνικιστική έπαρση του και την πολιτική του, για ανάδειξη της χώρας σε μια περιφερειακή Δύναμη στην Μέση Ανατολή και την Ανατολή Μεσόγειο.
Στην Ελλάδα, αλλά και σε επίπεδο ομογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και θα ακουστεί κυνικό, υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν και μια άποψη ότι ο Ερντογάν και αναδυόμενη σε περιφερειακή δύναμη, με ταχύτατους ρυθμούς, Τουρκία, μπορεί να αντιμετωπιστεί με άσφαιρες τουφεκιές τύπου προσπάθειας καθυστέρησης της παράδοσης των μαχητικών αεροσκαφών F35, από τις ΗΠΑ, τη ρήξη μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον, και τις συνεχείς γκρίνιες περί δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δυστυχώς οι διεθνείς σχέσεις και η εξωτερική πολιτική δεν λειτουργούν έτσι. Το μόνο όπλο αντιμετώπισης περιπτώσεων όπως είναι η σημερινή Τουρκία, είναι η διαμόρφωση μιας συγκροτημένης στρατηγικής, η οποία θα έχει στο κέντρο της αποκλειστικά το εθνικό συμφέρον. Μια εθνική στρατηγική η οποία θα σχεδιαστεί και θα εφαρμοστεί με ψυχρό ρεαλισμό, χωρίς υποτέλειες σε υπερεθνικά κέντρα και ιδεοληψίες.
Αυτό, δυστυχώς, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια χώρα που η ηγεσία της, με γνώμονα το πολιτικό συμφέρον και τις ιδεοληψίες της, παραδίδει άνευ όρων την ιστορία της και το εθνικό της συμφέρον.
Η νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, με βάση τα παραπάνω, έχει και θετικές αλλά και αρνητικές επιπτώσεις για την Ελλάδα, με βάση την επίπτωση που θα έχει στη ευρύτερη γειτονιά μας, αλλά και τις επιπτώσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, και άλλες σημαντικές δυνάμεις στη διεθνή σκακιέρα.
Παρά τα πολλά που θα γραφτούν και θα ακουστούν περί του αντιθέτου, το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε, είναι μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα. Είναι προτιμότερο να έχεις να αντιμετωπίσεις των εχθρό τον οποίο γνωρίζεις, και όχι κάποιον ο οποίος θα εφάρμοζε ακριβώς την ίδια αναθεωρητική – επιθετική στρατηγική έναντι της Ελλάδας, φορώντας το μανδύα του δήθεν πιο δημοκρατικού και πιο φιλοδυτικού ηγέτη. Όσοι πίστευαν και πιστεύουν ότι η πολιτική του Μουχαρέμ Ιντζέ, θα ήταν καθόλου διαφορετική έναντι της Ελλάδας, κάνουν μεγάλο λάθος. Θα ήταν το ίδιο αναθεωρητική και επιθετική, και σε αντίθεση με τον Ερντογάν, ο Ιντζέ, δεν θα είχε να αντιμετωπίσει και την καχυποψία ή έστω την ανησυχία με την οποία η Ουάσιγκτον και συνολικά η Δύση, αντιμετωπίζει το σημερινό Πρόεδρο της Τουρκίας.
Ένας ακόμη λόγος που η χθεσινή νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, μπορεί να θεωρηθεί ως θετική εξέλιξη έχει να κάνει με το εσωτερικό της Τουρκίας. Σκληρό και κυνικό, αλλά είναι γνωστό σε όλους μας ότι ο Ερντογάν, έχει πλέον δημιουργήσει στην Τουρκία ένα απολυταρχικό καθεστώς, ελέγχοντας απόλυτα τον κρατικό μηχανισμό, και έχοντας διαβρώσει σε μεγάλο βαθμό τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και τις δυνάμεις ασφαλείας (ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα). Σε αυτή τη δεδομένη στιγμή μια οριακή ήττα του Ερντογάν στις εκλογές, θα οδηγούσε την Τουρκία σε μεγάλη αστάθεια και πιθανόν σε εμφύλια σύγκρουση. Παρά το γεγονός ότι κάποιοι θερμοκέφαλοι θα επιθυμούσαν και εύχονται κάτι τέτοιο, θα επρόκειτο για μια ολέθρια εξέλιξη όσο αφορά το εθνικό συμφέρον, την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Πέρα από τις θετικές επιπτώσεις, η χθεσινή νίκη Ερντογάν έχει και αρνητικές, τις οποίες, δυστυχώς, η παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα, είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει.
Σε μια στιγμή που η Ελλάδα, εφαρμόζει μια παθητική εξωτερική πολιτική, όπως δείχνει η κακή συμφωνία για την ονομασία των Σκοπίων, και βρίσκεται, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, σε μια αδύναμη θέση έναντι της Τουρκίας, η χθεσινή ολοκληρωτική επικράτηση Ερντογάν στις προεδρικές, αλλά και στις βουλευτικές εκλογές, αναμένεται να ανοίξει ακόμη περισσότερο την όρεξη του Τούρκου Προέδρου, αλλά και των πολιτικών συμμάχων του. Ο Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά τι έχει να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Η καταστροφική, με ελληνική πρωτοβουλία, επίσκεψή του στην Αθήνα και τα γεγονότα που έχουν μεσολαβήσει από τότε, τώρα που θα είναι πανίσχυρος τον καθιστούν ένα πολύ επικίνδυνο αντίπαλο.
Σε διεθνές επίπεδο, και ειδικά στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η χθεσινή ολοκληρωτική επικράτηση Ερντογάν, αναγκάζει την Ουάσιγκτον και το διεθνή παράγοντα να αντιμετωπίσει με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή και δυστυχώς αποδοχή τον Πρόεδρο της Τουρκίας, και την αναθεωρητική σε πολλά μέτωπα στρατηγική του. Μέχρι χθες ο Ερντογάν ήταν ένας ατίθασος – υπολογίσιμος παίκτης στη διεθνή σκακιέρα. Από σήμερα είναι ένας δυνατός και αναγκαστικά υπολογίσιμος παίκτης διεθνώς και κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Κάποιοι ανόητα και μάταια, μπορεί να συνεχίζουν να προσπαθούν και να υπολογίζουν σε μια σύγκρουση της Τουρκίας του Ερντογάν, με την Ουάσιγκτον και την κυβέρνηση Τράμπ. Όχι μόνο, εκτός και παγώσει η κόλαση, θα μείνουν με την επιθυμία, αλλά εάν συνεχίσουν τόσο στην περιοχή, αλλά ειδικά στην Ουάσιγκτον, αυτό τον ανόητο, ανούσιο, και στο δια ταύτα άσφαιρο ανταρτοπόλεμο, η ζημιά θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από το οποιοδήποτε κέρδος για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ο Ερντογάν μετά τη χθεσινή νίκη του, έχοντας πλέον εξουσίες που θυμίζουν την Προεδρία των ΗΠΑ, στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, θα συνεχίσει το πανέξυπνο ανατολίτικο παζάρι έναντι ΗΠΑ και Ρωσίας, παίρνοντας όλο και περισσότερα, και παγιώνοντας μια θέση καθοριστικού παίκτη στις εξελίξεις της γειτονιάς μας και της ευρύτερης περιοχής. Πρόκειται για μια εν δυνάμει, αρνητική εξέλιξη, εάν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα, πέρα από τις φανφάρες και τις φιέστες, εισέρχεται σε μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής εποπτείας, με σκληρό δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο πρόκειται να οδηγήσει σε περαιτέρω ασφυξία το χώρο της εθνικής άμυνας και ασφάλειας.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, στην εκλογική νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, βλέπει έναν εχθρό τον οποίο γνωρίζει καλά και αυτό μπορεί να αποτιμηθεί θετικά. Ταυτόχρονα όμως βλέπει και έναν ήδη ισχυρό και επικίνδυνο αντίπαλο να γίνεται πανίσχυρος και σαν αποτέλεσμα, θανάσιμα επικίνδυνος.
Η μόνη οδός αντιμετώπισης σε αυτό το επικίνδυνο σκηνικό είναι η διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής, έξυπνης και ευέλικτης στρατηγικής, μακριά από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις και με κεντρικό άξονα το εθνικό συμφέρον και μόνο. Δυστυχώς, μόνο κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, αυτό που βλέπει κανείς είναι παραχώρηση εθνικού συμφέροντος για πολιτικό κέρδος και υποταγή σε επιταγές ξένων κέντρων, χωρίς κανένα απολύτως όφελος για τη χώρα.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.