Του Leonid Bershidsky
Δεδομένου ότι ο συνολικός αριθμός των
αιτούντων άσυλο συνεχίζει να αυξάνεται, η μετανάστευση αποτελεί πλέον
πολιτικό "αλεξικέραυνο" και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Παρολ’αυτά
οι πολιτικοί δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται τόσο πολύ για την επίλυση του
προβλήματος όσο για να το χρησιμοποιήσουν εναντίον των αντιπάλων τους.
Σύμφωνα με μια νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το άσυλο, 954.000 αιτούντες άσυλο ήταν εν αναμονή των σχετικών αποφάσεων στην Ευρώπη στα τέλη του 2017, 16% λιγότεροι σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα. Λιγότερες νέες αιτήσεις υποβλήθηκαν και περισσότερες από αυτές απορρίφθηκαν καθώς το ποσοστό των ατόμων που προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες και πραγματικά βίαιες χώρες έχει μειωθεί.
Αυτή ωστόσο δεν είναι η συνολική εικόνα. Σύμφωνα με έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών που δημοσιεύθηκε την Τρίτη, ο συνολικός αριθμός των αιτούντων άσυλο που αναμένουν απόφαση έφτασε τους 3,1 εκατομμύρια πέρυσι, σε σύγκριση με 2,8 εκατομμύρια το 2016. Περίπου οι μισές από τις αιτήσεις είχαν υποβληθεί σε αναπτυσσόμενες περιοχές, όχι στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Οι πολιτικοί της δεξιάς πτέρυγας του πλούσιου κόσμου θέλουν η κατάσταση να παραμείνει ως έχει: αφήστε τον κόσμο να πάει αλλού, υπό την προϋπόθεση να μην έρθει εδώ. Αυτή η στάση βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη σύγκρουση της Βαυαρικής Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης και της συμμάχου της στον κυβερνητικό συνασπισμό, Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. Η στάση αυτή εξασφάλισε πρόσφατα εκλογική νίκη στον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε και τον Αυστριακό Καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς. Και ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν θέλει να γίνει η επικρατούσα τάση πολιτικής για όλα την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά.
"Πιστεύουμε ότι έχει έρθει η ώρα για μια χριστιανική δημοκρατική αναγέννηση και όχι για ένα μέτωπο κατά των λαϊκιστών", δήλωσε ο Όρμπαν σε ομιλία του στις 16 Ιουνίου. Σύμφωνα με τον Όρμπαν, η προσπάθεια να απωθηθούν τα νέα αντιμεταναστευτικά κόμματα καταφέρνει μόνο να ρίξει σανίδα σωτηρίας στη αποδυναμωμένη αριστερά. Υιοθετώντας κάποιες από τις ιδέες τους, από την άλλη, θα ενίσχυε την κεντροδεξιά.
Ο Όρμπαν έδωσε αυτή την ομιλία αμέσως μετά από μια συνομιλία με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στην οποία, σύμφωνα με τον Ούγγρο ηγέτη, οι δύο συζήτησαν "τη διαφορά ανάμεσα σε ένα "όμορφο τείχος" και έναν "όμορφο φράχτη". Ο Trump κάνει στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ό,τι κάνουν οι Ευρωπαίοι καιροσκόποι στις κεντροδεξιές δυνάμεις: δίνει σε όσους φεύγουν έναν καλό λόγο να το σκεφτούν διπλά.
Φυσικά, η εστίαση στο φόβητρο σημαίνει ότι κανείς δεν ψάχνει για πρακτικές, τεχνικές λύσεις στο πρόβλημα της μετακίνησης και της μετανάστευσης, το οποίο δεν θα εξαφανιστεί ανεξάρτητα από το πόσο ψηλά είναι τα τείχη. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες σύντομα δεν θα μπορούν να διαχειριστούν τις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές, καθώς ο πλούσιος κόσμος κρύβεται στην καταπακτή. Θα υπάρξουν πιθανότατα περισσότερες κρίσεις όπως αυτή της Ευρώπης το 2015-2016, η οποία παρέσερνε τη μία χώρα υποδοχής μετά την άλλη.
Σύμφωνα με μια νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το άσυλο, 954.000 αιτούντες άσυλο ήταν εν αναμονή των σχετικών αποφάσεων στην Ευρώπη στα τέλη του 2017, 16% λιγότεροι σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα. Λιγότερες νέες αιτήσεις υποβλήθηκαν και περισσότερες από αυτές απορρίφθηκαν καθώς το ποσοστό των ατόμων που προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες και πραγματικά βίαιες χώρες έχει μειωθεί.
Αυτή ωστόσο δεν είναι η συνολική εικόνα. Σύμφωνα με έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών που δημοσιεύθηκε την Τρίτη, ο συνολικός αριθμός των αιτούντων άσυλο που αναμένουν απόφαση έφτασε τους 3,1 εκατομμύρια πέρυσι, σε σύγκριση με 2,8 εκατομμύρια το 2016. Περίπου οι μισές από τις αιτήσεις είχαν υποβληθεί σε αναπτυσσόμενες περιοχές, όχι στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Οι πολιτικοί της δεξιάς πτέρυγας του πλούσιου κόσμου θέλουν η κατάσταση να παραμείνει ως έχει: αφήστε τον κόσμο να πάει αλλού, υπό την προϋπόθεση να μην έρθει εδώ. Αυτή η στάση βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη σύγκρουση της Βαυαρικής Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης και της συμμάχου της στον κυβερνητικό συνασπισμό, Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. Η στάση αυτή εξασφάλισε πρόσφατα εκλογική νίκη στον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε και τον Αυστριακό Καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς. Και ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν θέλει να γίνει η επικρατούσα τάση πολιτικής για όλα την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά.
"Πιστεύουμε ότι έχει έρθει η ώρα για μια χριστιανική δημοκρατική αναγέννηση και όχι για ένα μέτωπο κατά των λαϊκιστών", δήλωσε ο Όρμπαν σε ομιλία του στις 16 Ιουνίου. Σύμφωνα με τον Όρμπαν, η προσπάθεια να απωθηθούν τα νέα αντιμεταναστευτικά κόμματα καταφέρνει μόνο να ρίξει σανίδα σωτηρίας στη αποδυναμωμένη αριστερά. Υιοθετώντας κάποιες από τις ιδέες τους, από την άλλη, θα ενίσχυε την κεντροδεξιά.
Ο Όρμπαν έδωσε αυτή την ομιλία αμέσως μετά από μια συνομιλία με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στην οποία, σύμφωνα με τον Ούγγρο ηγέτη, οι δύο συζήτησαν "τη διαφορά ανάμεσα σε ένα "όμορφο τείχος" και έναν "όμορφο φράχτη". Ο Trump κάνει στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ό,τι κάνουν οι Ευρωπαίοι καιροσκόποι στις κεντροδεξιές δυνάμεις: δίνει σε όσους φεύγουν έναν καλό λόγο να το σκεφτούν διπλά.
Φυσικά, η εστίαση στο φόβητρο σημαίνει ότι κανείς δεν ψάχνει για πρακτικές, τεχνικές λύσεις στο πρόβλημα της μετακίνησης και της μετανάστευσης, το οποίο δεν θα εξαφανιστεί ανεξάρτητα από το πόσο ψηλά είναι τα τείχη. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες σύντομα δεν θα μπορούν να διαχειριστούν τις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές, καθώς ο πλούσιος κόσμος κρύβεται στην καταπακτή. Θα υπάρξουν πιθανότατα περισσότερες κρίσεις όπως αυτή της Ευρώπης το 2015-2016, η οποία παρέσερνε τη μία χώρα υποδοχής μετά την άλλη.
Προφανώς, το να επιτρέπεται η είσοδος
σχεδόν σε όλους για ανθρωπιστικούς λόγους, όπως προτείνουν ομάδες
ακτιβιστών σαν τη Διεθνή Αμνηστία, δεν είναι βιώσιμη λύση - τόσο για
πρακτικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Οι κοινωνίες δεν μπορούν απλώς
να ανοίξουν τα σύνορά τους σε όλους τους ταξιδιώτες, εγκαταλείποντας
όλες τις προσπάθειες για την πρόβλεψη της οικονομικής επίδρασης.
Ούτε τα καλά σχεδιασμένα ημίμετρα θα
επιτύχουν πολλά. Η πρακτική της εποχής Ομπάμα για την κράτηση και
απομάκρυνση των οικογενειών μοιάζει καλύτερη από την πολιτική
διαχωρισμού οικογενειών του Trump, αλλά και αυτή τους έστρεψε στη βία
και στις ακραίες δυσκολίες.
Το 2017, η Γερμανία δαπάνησε 20,8 δισ.
ευρώ για ζητήματα που αφορούν τους πρόσφυγες, 6,75 δισ. ευρώ για την
"καταπολέμηση των αιτίων της μαζικής φυγής" - στην ουσία, πρόκειται για
βοήθεια προς τις χώρες προέλευσης ή τις χώρες που είναι πρόθυμες να
εμποδίσουν τους πρόσφυγες να έρθουν στην Ευρώπη. Ωστόσο, ούτε η βοήθεια
αυτή λύνει το πρόβλημα, επειδή κάποια κράτη στην Αφρική και τη Μέση
Ανατολή ενδιαφέρονται περισσότερο να πάρουν τα χρήματα από το να
βοηθήσουν τους πιθανούς μετανάστες. Ουσιαστικά, πρόκειται για
πληρωμές προς λιγότερο δημοκρατικές ή ανθρωπιστικές κυβερνήσεις
προκειμένου να γίνει η βρώμικη δουλειά της Γερμανίας (και της Ευρώπης).
Οποιαδήποτε βιώσιμη λύση θα απαιτούσε αλλαγή στην προσέγγιση των πλούσιων χωρών στη μετανάστευση. Πολλοί μετανάστες δεν μπορούν να αποδείξουν ότι αποδρούν από συνθήκες βίας ή ότι είναι αδύνατο να ζήσουν αλλού στη χώρα καταγωγής τους -προϋποθέσεις που απαιτούνται για να έχουν το δικαίωμα σε καθεστώς προστασίας βάσει της Σύμβασης του 1951 για τους Πρόσφυγες. Αυτό έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη νομική βιομηχανία γύρω από τις αιτήσεις ασύλου και έχει καταστήσει τις χώρες ανίκανες να διώξουν εκατοντάδες χιλιάδες απορριφθέντες αιτούντες που χρησιμοποιούν τα δικαστήρια για να βρουν έναν τρόπο παραμονής.
Οποιαδήποτε βιώσιμη λύση θα απαιτούσε αλλαγή στην προσέγγιση των πλούσιων χωρών στη μετανάστευση. Πολλοί μετανάστες δεν μπορούν να αποδείξουν ότι αποδρούν από συνθήκες βίας ή ότι είναι αδύνατο να ζήσουν αλλού στη χώρα καταγωγής τους -προϋποθέσεις που απαιτούνται για να έχουν το δικαίωμα σε καθεστώς προστασίας βάσει της Σύμβασης του 1951 για τους Πρόσφυγες. Αυτό έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη νομική βιομηχανία γύρω από τις αιτήσεις ασύλου και έχει καταστήσει τις χώρες ανίκανες να διώξουν εκατοντάδες χιλιάδες απορριφθέντες αιτούντες που χρησιμοποιούν τα δικαστήρια για να βρουν έναν τρόπο παραμονής.
Η ανεντιμότητα που έχει ενσωματωθεί στο
σύστημα είναι μια σημαντική αιτία της πολιτικής αντίδρασης: οι
μετανάστες συχνά κατηγορούνται ότι αποκτούν οφέλη στα οποία δεν έχουν
κανένα δικαίωμα ή ότι παραβιάζουν τους όρους υποδοχής τους.
Ιδανικά, η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα έπρεπε να
καταλήγουν σε ανθρώπους που φτάνουν στο κατώφλι τους με δύο τρόπους: σε
αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη το καθεστώς του πρόσφυγα και τις
παροχές που το συνοδεύει και σε όσους συνειδητοποιούν ότι οι πιθανότητες
να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες είναι χαμηλές, αλλά που θα συμφωνήσουν να
εκπαιδευτούν και να καλύψουν τα τεράστια κενά στις θέσεις εργασίας που
έχουν πολλές πλούσιες χώρες.
Οι ΗΠΑ έχουν 6,7 εκατομμύρια τέτοιες
θέσεις εργασίας και περίπου 6,1 εκατομμύρια άτομα αναζητούν εργασία,
τα οποία, για κάποιο λόγο, δεν θέλουν αυτές τις δουλειές ή δεν τις
βρίσκουν. Οι κενές θέσεις εργασίας περιλαμβάνουν 235.000 θέσεις στις
κατασκευές, 421.000 στον τομέα της μεταποίησης και 844.000 σε υπηρεσίες
διαμονής και τροφίμων. Πολλές από αυτές δεν απαιτούν πανεπιστημιακή
εκπαίδευση ή μεγάλη επαγγελματική κατάρτιση: η θέσπιση υποχρεωτικών
προγραμμάτων κατάρτισης για τους μετανάστες που επιθυμούν να
ακολουθήσουν αυτή τη διαδρομή αντί για το άσυλο δεν θα ήταν φτηνή, αλλά
τελικά θα ενίσχυε την οικονομία. Τα άτομα των οποίων οι αιτήσεις
απορρίπτονται θα μπορούσαν επίσης να έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ
της ένταξης σε αυτά τα προγράμματα και της απέλασης. Όποιος
αποτυγχάνει στις εξετάσεις, αρνείται μια κενή θέση την οποία καλείται να
καλύψει ή διαπράξει έγκλημα θα πρέπει να εγκαταλείπει τη χώρα.
Οι ευρωπαϊκές χώρες, επίσης, πρέπει να
αντιμετωπίσουν τις εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας. Η Γερμανία είχε
1,2 εκατ. στο τέλος του πρώτου τριμήνου. Δεν μπορούσαν να συνδυαστούν με
τους 2,5 εκατομμύρια Γερμανούς που αναζητούν επίσημα εργασία.
Εκπαιδευτικά προγράμματα που διατίθενται τόσο στους μετανάστες όσο και
στους ντόπιους, αν το επιθυμούν, θα βοηθήσουν στην επίλυση ενός
προβλήματος που ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι θα μπορούσε να κοστίσει
στη γερμανική οικονομία 630 δισ. ευρώ σε χαμένα έσοδα έως το 2030.
Η αντιστοίχιση των μεταναστευτικών ροών
με τις κενές θέσεις εργασίας και τα προγράμματα κατάρτισης που τις
οδηγούν σε αυτές, δεν είναι ένα ασήμαντο έργο - ακόμη και οι βασικές
γλωσσικές δεξιότητες που απαιτούνται για απλές δουλειές χρειάζονται
χρόνο για να αποκτηθούν - αλλά είναι εφικτό χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία
δεδομένων. Το μόνο που χρειάζεται για να ξεκινήσει η διαδικασία είναι η
πολιτική βούληση. Αυτό, δυστυχώς, απουσιάζει ολοένα και περισσότερο,
καθώς η παρορμητική αντίδραση να φύγουν οι νεοφερμένοι αποδεικνύεται πιο
προσοδοφόρος σε πολιτικό επίπεδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.