To 2015, η Ευρώπη γνώρισε τόσο το κόστος όσο και τα οφέλη της αλλαγής των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ. Πιο σημαντικό, κατέβαλε ένα τίμημα για την εξάρτηση από τις ΗΠΑ για να προστατεύσει τα συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή. Η Ευρώπη έχει εδώ και καιρό κοιτάξει στις ΗΠΑ ως εγγυητή της σταθερότητας στην περιοχή, αλλά ο πρόεδρος Barack Obama έχει περιορισμένη εμπλοκή των ΗΠΑ, σε μεγάλο βαθμό διότι δεν πιστεύει ότι η αστάθεια στην Συρία απειλεί τα αμερικανικά συμφέροντα με έναν τρόπο που να αξίζει το κόστος μιας μεγαλύτερης παρέμβασης ή ότι μια τέτοια παρέμβαση θα ήταν πιθανό να πετύχει. Αυτός ο μειωμένος ρόλος δεν συνοδεύτηκε από αυξημένη ευρωπαϊκή εμπλοκή στην περιοχή, ιδιαίτερα στην Συρία.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η ΕΕ είχε περιορισμένη προστασία εναντίον της απειλής που θέτει ο συριακός εμφύλιος πόλεμος σε ζωτικά της συμφέροντα. Τα πιο ορατά αποτελέσματα, ήταν η μαζική ροή προσφύγων το φθινόπωρο, και τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους στο Παρίσι. Η Ευρώπη βρίσκεται τώρα να εξαρτάται από τις ΗΠΑ σε μια στιγμή όπου πολλοί Αμερικανοί αναρωτιούνται εάν η σταθεροποίηση στην Μέση Ανατολή είναι δυνατή ή αξίζει τον κόπο. Η άβολη αλήθεια μπορεί να είναι ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή δεν διακυβεύονται στο βαθμό που το κάνουν τα ευρωπαϊκά.
Ο συριακός εμφύλιος πόλεμος και η προκύπτουσα διάχυση, δείχνει να επιδεινώνεται το 2016. Ελλείψει συντονισμένου σχεδίου από τις ΗΠΑ για να επηρεάσει τις εξελίξεις εκεί, η μεγάλη πρόκληση για την ευρωπαϊκή διπλωματία στα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι να επηρεάσει τις ΗΠΑ να δράσει με έναν τρόπο που επίσης προάγει τα συμφέροντα της ΕΕ. Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑ έχουν εστιάσει κυρίως στην ρωσική "γωνία” στην διπλωματία της στη Συρία και έχει περιθωριοποιήσει την Ευρώπη. Δυστυχώς, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η ΕΕ έχει μια σαφή αίσθηση του ποια αμερικανική πολιτική θα προωθούσε τα στρατηγικά της συμφέροντα, πόσο μάλλον πώς να πείσει την Ουάσιγκτον να την αποδεχθεί.
Οι ΕΕ και ΗΠΑ είναι περισσότερο σε συγχρονισμό για την Ρωσία και την Ουκρανία. Η Γερμανία ηγήθηκε μιας συναίνεσης εντός της ΕΕ για να διατηρηθούν οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, ενώ παράλληλα προωθούσε μια διπλωματική λύση, και οι ΗΠΑ όχι απλώς αποδέχθηκαν την ευρωπαϊκή πρόταση για την ηγεσία, αλλά επίσης την καλωσόρισαν και την διευκόλυναν. Οι ΗΠΑ ήταν ένας σταθερός υποστηρικτής των κυρώσεων και βοήθησε να ενισχυθεί η επίδραση του καθεστώτος των κυρώσεων της ΕΕ. Οι ΗΠΑ ήταν ένας παρατηρητής, όχι ένας συμμετέχων, στις διαπραγματεύσεις τύπου Νορμανδίας που κατέληξαν στην συμφωνία κατάπαυσης πυρός του Μινσκ. Εξαιτίας -εν μέρει- της ευρωπαϊκής επιμονής, η κυβέρνηση Obama απέρριψε την εσωτερική πίεση να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην ουκρανική κυβέρνηση. Παρόλα αυτά, η Ευρώπη εξαρτάται από τις ΗΠΑ για να ενισχύσει την ρήτρα συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ -άρθρο 5- και να διαβεβαιώσει τα μέλη του Οργανισμού στην Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη. Ευτυχώς, η δέσμευση της Ουάσιγκτον στο ΝΑΤΟ, υπήρξε σταθερή.
Στην αρνητική πλευρά, οι αμερικανικές θέσεις έχουν κατά καιρούς βλαβερές συνέπειες για την ευρωπαϊκή διπλωματία. Ορισμένες αμερικανικές διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών John Kerry στο Σότσι τον Μάιο, έστειλε αντιπαραγωγικά σήματα στην Μόσχα, κάτι που θα μπορούσε να είχε αποδειχθεί καταστροφικό για τις διπλωματικές προσπάθειες στην ουκρανική κρίση. Αντιθέτως, η επιθετικότητα του εσωτερικού αμερικανικού διαλόγου για την Ρωσία μπορεί να έχει ενθαρρύνει την Ευρώπη να λάβει μια πιο ήπια στάση για την αποτροπή της κλιμάκωσης.
Με τις εκλογές του 2016 να πλησιάζουν, ο επόμενος πρόεδρος πιθανώς θα είναι κάποιος που επαναβεβαιώνει την αμερικανική ηγεσία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει να δράσει πιο μονομερώς για την Ρωσία και την Ουκρανία, εάν η σύγκρουση φουντώσει και πάλι.
Στο μεταξύ, ήταν μια χρονιά διαπραγματεύσεων σε όλα τα μέτωπα. Οι συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν κατέληξαν σε επιτυχία. Η συμφωνία δεν ήταν δημοφιλής στις ΗΠΑ, αλλά η κυβέρνηση Obama κέρδισε αρκετή στήριξη στο Καπιτώλιο για να αποτρέψει την αποτυχία της, και η συμφωνία στέκεται ως μια μεγάλη επιτυχία για την διατλαντική συνεργασία. Θα υπάρξουν διαφορές σχετικά με το πώς να προσεγγίσει το Ιράν στα επόμενα χρόνια, με τις ΗΠΑ να κινούνται προς την κατεύθυνση περιορισμού και τα κράτη-μέλη της ΕΕ και οι θεσμοί επιδιώκουν ευρύτερη συνεργασία.
Οι διαπραγματεύσεις για την Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ) -μια προγραμματισμένη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ- αποδεικνύονται δύσκολες και είναι απίθανο να ολοκληρωθούν το 2016. Η επερχόμενη αλλαγή στην κυβέρνηση είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια αλλαγή της αμερικανικής θέσης, ανεξαρτήτως από το έαν εκλεγεί Δημοκράτης ή Ρεπουμπλικάνος. Αυτό, μαζί με όλες τις πιέσεις του πρώτου χρόνου του νέου προέδρου, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις διαπραγματεύσεις να συνεχιστούν μέχρι και το 2017. Η επιτυχία μέχρι το τέλος του 2016 θα απαιτήσει ταχεία πρόοδο στις διαπραγματεύσεις, πέρα από τα όσα έχουμε δει μέχρι σήμερα.
Η ακύρωση της συμφωνίας του Safe HArbor 2000 από το ευρωπαϊκό δικαστήριο, η οποία προέβλεπε εγγυήσεις για την μεταφορά δεδομένων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, οδήγησε στην αυξημένη αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις, και ζητά την επαναδιαπραγματευσή της σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαστηρίου.
Το 2015, οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν έναν ενεργό ρόλο στο να ενθαρρύνουν την ευρωζώνη να κρατήσει την Ελλάδα ως μέλος και στο να πιέσουν το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει στην ΕΕ. Αυτό περιλάμβανε διπλωματικές παρεμβάσεις από την πλευρά της Ιταλίας και της Γαλλίας στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης και των διακηρύξεων για Brexit, καθώς και να αποκλείσει μια ξεχωριστή εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο εάν αποχωρήσει. Αυτές οι παρεμβάσεις αντανακλούν μια ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία στις ΗΠΑ, ότι η συνοχή και η ακεραιότητα της ΕΕ κινδυνεύει από λαϊκιστικές δυνάμεις, ιδιαίτερα στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.
Κάνοντας ένα βήμα πίσω, μια δραματική αλλαγή στην ατζέντα των σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ έχει λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια. Οι ΗΠΑ έχουν παραπονεθεί εδώ και δεκαετίες για το οτι η Ευρώπη αποτυγχάνει να μοιραστεί το βάρος της ηγεσίας αλλά τώρα είναι μια διαφορετική μορφή κατανομής της επιβάρυνσης. Οι ΗΠΑ είναι σχετικά μονωμένες από το κόστος των κυρώσεων, τους πρόσφυγες, και την τρομοκρατία, ενώ η Ευρώπη βρίσκεται στην γραμμή του πυρός. Στα επόμενα χρόνια, το ερώτημα θα είναι εάν η Ευρώπη μπορεί να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την δική της ασφάλεια και εάν το πετύχει, εάν οι ΗΠΑ είναι εύκολο να το δεχθούν αυτό. Εάν η Ευρώπη δεν κάνει ή δεν μπορεί να κάνει περισσότερα, θα εξαρτηθεί από τις ΗΠΑ να αποφασίσουν εάν θα εμβαθύνουν την ενασχόλησή τους στην Ευρώπη, και με ποιους όρους.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.ecfr.eu/scorecard/2016/usa