Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς ...O ελληνισμός διατηρεί μια
πολύ παλιά σχέση με τη Ρωσία, πάνω από χίλια χρόνια, από την εποχή του
εκχριστιανισμού των Ρώσων από τον Βλαδίμηρο, το 988.
Έκτοτε
οι τύχες των δύο λαών συνδέθηκαν στενά, για το καλύτερο ή το χειρότερο.
Και οι δύο αντιμετώπισαν τις εισβολές και την επιθετικότητα τόσο των
δυτικών, όσο και, κατ’ εξοχήν, των «ανατολικών» τους αντιπάλων: Στην
Ελλάδα, τους σταυροφόρους, από τα δυτικά, και τα τουρκικά φύλα στα
ανατολικά, που μετά από απόπειρες τετρακοσίων χρόνων, με αφετηρία το
Ματζικέρτ το 1071, θα επιτύχουν την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Οι
Ρώσοι θα αντιμετωπίσουν και αυτοί μια ανάλογη διττή επιβουλή. Από τους
Τεύτονες ιππότες και τους Σουηδούς στα δυτικά και τους τουρκικής
καταγωγής Μογγόλους στα ανατολικά. Και τόσο οι Έλληνες, όσο και οι
Ρώσοι, δέθηκαν στενά με την Ορθοδοξία, που ταυτίστηκε οιονεί με την
εθνική τους ταυτότητα, ενώ η κοινότητα των αντιπάλων τους διαμόρφωσε μία
εθνική ευαισθησία ταυτόχρονα αντιδυτική και αντίισλαμική ή
αντιτουρκική. Όμως, οι ιστορικές τύχες των δύο λαών υπήρξαν εντελώς
διαφορετικές.
Οι Ρώσοι, στο κέντρο μίας αχανούς πεδιάδας
ηπειρωτικών διαστάσεων, θα συγκροτήσουν ένα ανάλογων διαστάσεων κράτος,
το οποίο, από τον Ιβάν τον Τρομερό και στο εξής, θα επεκτείνεται, τόσο
προς τα δυτικά, όσο και, κυρίως, προς τα νότια και τα ανατολικά,
υποτάσσοντας και έναν μεγάλο αριθμό τουρκόφωνων και ισλαμικών πληθυσμών
γενικότερα. Για πολλούς αιώνες, θα βρεθεί σε ανοικτή αντιπαράθεση με τις
δύο μεγάλες ισλαμικές αυτοκρατορίες στα νότια σύνορά της, το Ιράν και
κυρίως την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία, τη στιγμή της μεγαλύτερης
εξάπλωσής της, έφτανε μέχρι τα νότια σύνορα της τότε Πολωνίας.
Από
την εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης, στους
πολέμους που ξέσπασαν η Ρωσία θα εκδιώξει την Οθωμανική Αυτοκρατορία από
τη νότια Ρωσία και τα βόρεια και βορειοανατολικά παράλια της Μαύρης
Θάλασσας.Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες, ζώντας σε μια εντελώς διαφορετική
γεωγραφική πραγματικότητα, στον διάσπαρτο χώρο του Αιγαίου και της
ελλαδικής χερσονήσου, θα χάσουν, από τον ενδέκατο μέχρι τον δέκατο τρίτο
αιώνα, το μόνο ηπειρωτικό βάθος που διέθεταν, δηλαδή τη Μικρά Ασία. Το
επίκεντρο του ελληνισμού θα μεταφερθεί στα στενά όρια της ελλαδικής
χερσονήσου, δηλαδή της αρχέγονης κοιτίδας του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι
κατέστη σχεδόν αναπόφευκτη η υποταγή των Ελλήνων, αρχικώς στους
Δυτικούς (μετά το 1204), και στους Οθωμανούς (μετά το 1453).
Πλέον,
η σχέση Ρώσων και Ελλήνων θα αντιστραφεί και οι τελευταίοι, μετά τον
18ο αιώνα, θα προσβλέπουν σχεδόν αποκλειστικά στους πρώτους για την
απελευθέρωση τους. Οι Δυτικοί, αντίθετα, που συγκρούονταν με τους
Τούρκους –αρχικώς η Ισπανία και κυρίως η Βενετία–, θα πάψουν να
αποτελούν αντίπαλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, μπροστά στον
«ρωσικό κίνδυνο», από τον 18ο αιώνα και μετά, θα στηρίζουν την
ακεραιότητα της τελευταίας. Εξάλλου, η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων,
από τα μέσα του 18ου αιώνα, θα τους μεταβάλει σε άμεσους ανταγωνιστές
των Άγγλων και Γάλλων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Υπό αυτές τις
συνθήκες, θα διαμορφωθεί η προσδοκία μιας πιθανής απελευθέρωσης των
Ελλήνων στηριγμένης στα ρωσικά στρατεύματα, ενώ οι Ρώσοι θα θεωρούν τους
Έλληνες προνομιακούς συμμάχους τους στην προσπάθεια καθόδου τους προς
τις «θερμές θάλασσες» και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, που θα
άνοιγε τον δρόμο γι’ αυτές.
Από τα Ορλωφικά στην Επανάσταση
Ωστόσο,
η σχέση υπήρξε θεμελιωδώς ανισόμετρη. Η Ρωσία ήταν μία μεγάλη ευρωπαϊκή
δύναμη, με τάσεις επέκτασης, ενώ οι Έλληνες παρέμεναν υποτελείς στους
Οθωμανούς και εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και οικονομικά, από τη
Ρωσία, όπως φάνηκε και στη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και στην
εγκατάσταση Ελλήνων στη νότια Ρωσία και την Οδησσό.
Αυτή η
θεμελιακή ανισότητα μεταξύ των δύο λαών θα καταφανεί στους δύο μεγάλους
πολέμους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιχείρησε η Ρωσία
με τη συνδρομή των Ελλήνων, επί Μεγάλης Αικατερίνης (τέλη 18ου αιώνα):
αρχικώς στα Ορλωφικά (1769-1774) και επιγενέστερα στον «Πόλεμο των τριών
Ιμπερίων» (της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας εναντίον των Οθωμανών,
1788-1792).
Και στις δύο περιπτώσεις, οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν–
μαζικότερα στην πρώτη με την επανάσταση της Πελοποννήσου και του
Δασκαλογιάννη στην Κρήτη, αλλά και στη δεύτερη, κυρίως με τον Λάμπρο
Κατσώνη. Ωστόσο, και στις δύο, η ρωσική συμμετοχή υπήρξε πολύ μικρή και η
Ρωσία, αφού κέρδισε εδάφη στη Μαύρη Θάλασσα, εγκατέλειψε τους Έλληνες
στην τύχη τους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στη περίπτωση των Ορλωφικών,
υπέστησαν μία κυριολεκτική εκατόμβη, με δεκάδες χιλιάδες θύματα και
εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες.
Κατεδείχθη, λοιπόν, πως ναι μεν
οι Ρώσοι αποτελούσαν στρατηγικούς συμμάχους των Ελλήνων, αλλά η σχέση
ήταν ανισοβαρής και η συμμαχία έμενε στον αέρα όποτε τα κρατικά
συμφέροντα της Ρωσίας το επέβαλλαν. Ακόμα πιο χαρακτηριστική υπήρξε η
σχέση Ελλήνων και Ρώσων λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής
Επανάστασης.
Η Ρωσία, ιδιαίτερα η νότια και οι ηγεμονίες της
Μολδοβλαχίας, αποτέλεσαν τη βάση για την αρχική συγκρότηση της Φιλικής
Εταιρείας (που, καθόλου τυχαία, ιδρύθηκε στην Οδησσό). Ωστόσο, με βάση
τις ευρύτερες ευρωπαϊκές συμμαχίες της Ρωσίας (ιδιαίτερα μετά τους
ναπολεόντειους πολέμους, το 1815), ο τσάρος Αλέξανδρος θα αρνηθεί να
υποστηρίξει την Ελληνική Επανάσταση και θα επιτρέψει στα οθωμανικά
στρατεύματα να εισέλθουν στη Μολδοβλαχία και να καταστείλουν βίαια τις
δυνάμεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη, δεδομένου ότι μόνο με αυτή την άδεια
επιτρεπόταν η είσοδος του οθωμανικού στρατού στις ηγεμονίες.
Ο φόβος των Ρώσων
Ο
φόβος των Ρώσων να εμπλακούν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση είχε τρεις
βασικές αφετηρίες. Πρώτον, στα πλαίσια της Ιεράς Συμμαχίας, τον
γενικότερο φόβο των επαναστάσεων από τις ευρωπαϊκές αριστοκρατίες, μετά
το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων (1815) και τις επαναστατικές εκρήξεις
στην Ιταλία, την Ισπανία και αλλού. Δεύτερον, τη συμμετοχή της Ρωσίας
στη πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας και ιδιαίτερα του Μέτερνιχ ενάντια στην
αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τρίτον, στον φόβο της
όξυνσης των σχέσεων με τους τουρκόφωνους και μουσουλμανικούς πληθυσμούς
στο εσωτερικό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (παράγοντας που συνήθως
αγνοείται για την εκτίμηση της ρωσικής πολιτικής από τότε μέχρι σήμερα,
και τον οποίο είχε αποκαλύψει ο τσάρος Αλέξανδρος στον Καποδίστρια από
το 1815).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, η Ελληνική Επανάσταση, όχι μόνο
έμεινε αβοήθητη από τους Ρώσους, αλλά και η στάση της ουδετερότητας,
που κράτησε η Ρωσία μέχρι το 1826 και τον θάνατο του τσάρου Αλεξάνδρου,
υποχρέωσε σε μεγάλο βαθμό τους Έλληνες να στραφούν προς την Αγγλία για
στήριξη, γεγονός που θα οδηγήσει και στο «ψήφισμα της υποτέλειας» του
1825.
Θα χρειαστεί να ανέβει στην εξουσία ο τσάρος Νικόλαος, ώστε
η Ρωσία, μπροστά στον κίνδυνο να στραφούν οι Έλληνες οριστικά προς τους
Αγγλογάλλους, να μεταβάλει την πολιτική της και να πιέσει προς τη
κατεύθυνση μίας ενεργότερης αντιμετώπισης των Οθωμανών, με πρώτο απτό
αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και, στη συνέχεια, τον ρωσοτουρκικό
πόλεμο που το 1829 –με τα ρωσικά στρατεύματα στις πόρτες της
Αδριανούπολης–, θα υποχρεώσει τον σουλτάνο να αναγνωρίσει την ελληνική
ανεξαρτησία.
Από τον Κριμαϊκό πόλεμο στον πανσλαβισμό
Για
ορισμένες δεκαετίες, η Ρωσία θα λειτουργεί υποστηρικτικά προς τις
ελληνικές διεκδικήσεις και ο βασιλιάς Όθωνας θα μετακινηθεί προς τη
ρωσική πλευρά, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη μήνιν των Άγγλων και των
Γάλλων, οι οποίοι, όχι μόνο θα πραγματοποιήσουν εισβολή και κατοχή στην
Ελλάδα, το 1854-1857, στο πλαίσιο του κριμαϊκού πολέμου (υποχρεώνοντας
την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει τις εξεγέρσεις στην Ήπειρο και τη
Θεσσαλία), αλλά και θα υποχρεώσουν την Ελλάδα να τους ακολουθήσει στη
συμμαχία τους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον της Ρωσίας. Έκτοτε,
η ρωσική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα θα μεταβληθεί άρδην για πολλές
δεκαετίες.
Στο πλαίσιο του πανσλαβισμού, που πλέον έχει
εδραιωθεί, καθώς και της ενίσχυσης των εθνικών ταυτοτήτων των σλαβικών
λαών (ιδιαίτερα της Βουλγαρίας), η ρωσική πολιτική θεωρεί τους Έλληνες
ταυτισμένους με τη Δύση και υποστηρίζει τον βουλγαρικό εθνικισμό και
επεκτατισμό, όχι μόνο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και
εναντίον των Ελλήνων.
Τότε και παραχώρησε όλη τη βόρεια Ελλάδα
στους Βουλγάρους με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, μετά τη συντριπτική
ήττα των Οθωμανών στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Παρ’ ότι αυτή η
συνθήκη θα αναιρεθεί με τη Συνθήκη του Βερολίνου λίγους μήνες αργότερα,
η Βουλγαρία θα ενισχυθεί και η Ρουμανία θα καταστεί ανεξάρτητη. Τα νέα
αυτά κράτη, σε συνεργασία με τους Ρώσους, θα εκδιώξουν ή θα περιορίσουν
τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Έτσι η Ρωσία, από «προαιώνιος»
προστάτης των Ελλήνων και των ορθοδόξων, θα μετακινηθεί προς μία
πανσλαβιστική πολιτική, η οποία θα διαρκέσει για αρκετές δεκαετίες,
μέχρις ότου οι Βούλγαροι εγκαταλείψουν τη Ρωσία και συμμαχήσουν με τους
Γερμανούς (πριν και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου). Με
άλλα λόγια, αυτό που καταδείχτηκε ήταν πως η Ρωσία δεν ακολουθούσε μία
πολιτική υπαγορευμένη κυρίως από την πολιτιστική και θρησκευτική
συνάφεια με τους Έλληνες, αλλά, πολύ περισσότερο, με βάση τα άμεσα
κρατικά συμφέροντά της και εν μέρει με τη φυλετική συνάφεια των Ρώσων με
άλλους σλαβικούς πληθυσμούς. Αυτό παρ’ ότι η συντριπτική πλειοψηφία του
ελληνικού πληθυσμού παραμένει φιλορωσική.
Οι Ρώσοι δεν ασκούν,
όπως συνήθως συμβαίνει με τις μεγάλες δυνάμεις, μία πολιτική στηριγμένη,
πρωτίστως, στη πολιτισμική συνάφεια, αλλά στα στενά κρατικά τους
συμφέροντα και έτσι δημιουργείται μία παράδοξη συνθήκη, που μοιάζει να
συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι Ρώσοι αντιμετωπίζουν τους Έλληνες ως μία
φιλοδυτική κρατική οντότητα, ενώ οι Δυτικοί, από την πλευρά τους,
δυσπιστούν απέναντι στους Έλληνες, τους οποίους θεωρούν φιλορώσους και
ταυτισμένους μαζί τους, λόγω Ορθοδοξίας!
Γι’ αυτό, ακόμα και
μέχρι σήμερα, όλες οι δυτικές πρεσβείες θα παρακολουθούν με ιδιαίτερη
επιμονή τα τεκταινόμενα στο Άγιον Όρος, και όπως ο Χάντιγκτον, θα
κατατάσσουν τους Έλληνες πολιτισμικά στον ίδιο χώρο με τη Ρωσία. Η
τελευταία μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
υπήρξε η σύγκρουσή τους κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,
μέχρις ότου η επανάσταση των μπολσεβίκων και η κατάρρευση της Ρωσικής
Αυτοκρατορίας οδηγήσουν σε μία πρόσκαιρη συμμαχία μεταξύ τους και,
ταυτόχρονα, σε αντιπαράθεση με την Ελλάδα, που ήταν σύμμαχος της Αντάντ.
Από τον Λένιν στον Πούτιν
Για
είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι τον
Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η σοβιετική πλέον Ρωσία, θα αντιμετωπίζει την
Ελλάδα και τους Έλληνες μάλλον εχθρικά, επιμένοντας, στο Μακεδονικό,
υπέρ των Βουλγάρων και τη συμμαχία με τα σλαβικά έθνη, ενώ σταδιακώς θα
καταπέσουν οι συμμαχικοί δεσμοί της με τους Τούρκους, που θα στραφούν εκ
νέου προς τη Δύση και τη Γερμανία.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
οι Έλληνες θα βρεθούν σύμμαχοι με την ΕΣΣΔ, αλλά και με τους Δυτικούς
ταυτόχρονα, ενώ η ενίσχυση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της
κατοχής θα αναθερμάνει και πάλι τα φιλορωσικά αισθήματα των Ελλήνων. Η
Ρωσία θα ξαναμπεί στην ελληνική πολιτική ζωή, μια και ένα σημαντικό
κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού και κατά τεκμήριο το πλέον δραστήριο,
εκείνο της ενισχυμένης ελληνικής αριστεράς, θα μεταβάλει τη Ρωσία, στη
σοβιετική της εκδοχή, όχι μόνο σε πολιτισμικό αλλά και σε πολιτειακό
πρότυπό του.
Στη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960, οι
Έλληνες θα χωρίζονται σε φιλορώσους και φιλοαμερικανούς, σε μία
πρωτοφανή κλίμακα. Εξάλλου, η θετική στάση της σοβιετικής Ρωσίας
απέναντι στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων, καθώς όχι απλώς
στρεφόταν εναντίον μίας δυτικής χώρας –της Αγγλίας–, αλλά και υπονόμευε
τη συνοχή του ΝΑΤΟ, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τα φιλορωσικά
αισθήματα των Ελλήνων.
Όμως, οι Ρώσοι δεν θα συνταχθούν ποτέ με
το αίτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και θα στηρίξουν όλες
εκείνες τις δυνάμεις που, στην Κύπρο και την Ελλάδα, θα προκρίνουν την
πολιτική μιας «ανεξάρτητης Κύπρου». Πολιτική που όχι μόνο θα ακολουθεί
το ΑΚΕΛ στην Κύπρο και σταδιακώς και η ΕΔΑ στην Ελλάδα μετά το 1965,
αλλά και βρίσκεται πίσω από τη στήριξη στις ανεξαρτησιακές τάσεις του
Μακαρίου, όπως και στη σιωπηρή συναίνεση της ΕΣΣΔ στη τουρκική εισβολή,
καθώς το νησί απειλούνταν με «ΝΑΤΟποίηση» σε περίπτωση ένωσης με την
Ελλάδα. Βεβαίως, η αντίθεση της ΕΣΣΔ με την Τουρκία ήταν προφανής, μια
και η Τουρκία, όχι μόνο είχε εισέλθει στο ΝΑΤΟ, αλλά αποτελούσε και την
κατεξοχήν βάση των αμερικανικών πυραύλων και των πυρηνικών όπλων που
στρέφονταν εναντίον της.
Με τη μεταπολίτευση, με βάση τα παραπάνω
δεδομένα, η Ρωσία, τόσο στη σοβιετική περίοδό της, όσο και μετά από
αυτήν, για ένα μεγάλο διάστημα θα είναι αντίπαλος της Τουρκίας. Στο
Κυπριακό η ρώσικη πολιτική θα υποστηρίζει σταθερά τη διατήρηση μιας
ανεξάρτητης Κύπρου, όπως έχει φανεί από τη στάση της στο Συμβούλιο
Ασφαλείας του ΟΗΕ, γεγονός που θα ενισχύει τα φιλορωσικά αισθήματα των
Ελλήνων στην Κύπρο και την Ελλάδα. Παράλληλα, θα διατηρεί και μια
σταθερή αντίθεση με τους Τούρκους εξαιτίας της ανάπτυξης του ισλαμισμού
στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία γενικότερα, περιοχή η οποία διατηρεί
στενές σχέσεις με την Τουρκία.
Ωστόσο, τα τελευταία δέκα χρόνια η
Τουρκία απομακρύνεται σταδιακώς από την ταύτιση με τις αμερικανικές και
ισραηλινές επιδιώξεις και μέσω του ισλαμισμού παρεμβαίνει πλέον όλο και
ενεργητικότερα στα ζητήματα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
Σε αυτό το νέο πλαίσιο η ρωσική πολιτική όχι μόνο προωθεί την ανάπτυξη
των εμπορικών και ευρύτερα οικονομικών σχέσεών της με την Τουρκία, αλλά
κάνει τα πάντα για να την αποσπάσει από τη Δύση και ει δυνατόν να
προκαλέσει μία μείζονα κρίση στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα
μετά την ουκρανική περιπέτεια.
Η μετασοβιετική Ρωσία
Το
ζήτημα της Ουκρανίας υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για τη ρωσική
πολιτική. Η προσπάθεια της Δύσης και κατεξοχήν των Αμερικανών να
αποκόψουν την Ουκρανία από τη Ρωσία (της οποίας το Κίεβο θεωρείται η
αρχική κοιτίδα), στοχεύει σε μία γεωπολιτική ανατροπή της οποίας δεν
έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει το μέγεθος και τις διαστάσεις. Η αποκοπή
της Ρωσίας από την Ευρώπη –στον βαθμό που η ρήξη με την Ουκρανία
καταστεί τελεσίδικη–, πράγμα που επιδιώκουν οι ΗΠΑ για να διατηρούν τον
έλεγχο της Ευρώπης, οδηγεί σε μία μεγάλης κλίμακας πολιτική ανατροπή.
Η
Ρωσία, κατά τη μετά Γκορμπατσόφ περίοδο, στρεφόταν σε μία πολιτική
ενσωμάτωσης στους υπό δυτικό έλεγχο διεθνείς οργανισμούς και προς μια
τουλάχιστον οικονομικής διάστασης συμμαχία με την Ευρώπη και κατεξοχήν
τη Γερμανία. Προσπαθούσε έτσι να συμπράξει σε έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό
χώρο, όπου αυτή θα λειτουργούσε ως η πηγή ενέργειας και πρώτων υλών για
ολόκληρη την ήπειρο και έτσι θα έδινε τη δυνατότητα για μια αυτόνομη
ευρωπαϊκή πολιτική έναντι των ΗΠΑ.
Η Αμερική, από τη πλευρά της,
προσπάθησε να κάνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να αποκόψει τη Ρωσία από
την Ευρώπη. Προς αυτή την κατεύθυνση έκανε τα αδύνατα δυνατά για να
ενσωματωθούν οι χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και
προπαντός να αποκόψει την Ουκρανία, που αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ
Ευρώπης και Ρωσίας, από την τελευταία.
Γνωρίζουμε ότι έκτοτε
επιδεινώθηκαν δραματικά οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση γενικότερα,
εξεδιώχθη από τη Σύνοδο των G-8 και επιστρέψαμε σε ένα είδος Ψυχρού
Πολέμου. Απέναντι σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα, η Ρωσία αναπροσαρμόζει
συνολικά τη στρατηγική της: Επιστρέφει στη Μέση Ανατολή, όπως συνέβη
μέσα από την εμπλοκή της στον πόλεμο της Συρίας και στρέφει συνολικά την
πολιτική της προς την Ανατολή. Ενισχύει τη σχέση της με την Κίνα, παρ’
ότι γνωρίζει τον υπαρκτό κίνδυνο δορυφοροποίησής της από αυτήν σε βάθος
χρόνου. Ταυτόχρονα, εγκαινιάζει και δύο νέες συμμαχίες, με το Ιράν και
την Τουρκία του Ερντογάν. Δηλαδή, η ρωσική εξωτερική πολιτική
«ανατολικοποιείται».
Φανατικοί «αντιρώσοι» και άκριτοι «φιλορώσοι»
Επρόκειτο
για μια εξέλιξη απολύτως αρνητική για την Ελλάδα, διότι τείνει να την
περιορίσει σε μία πολιτική στραμμένη αποκλειστικά προς τη Δύση ή ακόμα
και προς το Ισραήλ, ενώ βαθαίνει το χάσμα με τη Ρωσία και δίνει τη
δυνατότητα στην Τουρκία να γίνει πολύ πιο επιθετική, έχοντας εξασφαλίσει
τα νώτα της από την τελευταία. Επαναλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο, επί
τα χείρω, αυτό που είχε συμβεί στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του ’21.
Προς
αυτή την κατεύθυνση λειτουργούν και μία σειρά από άλλοι παράγοντες,
όπως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με τον Βαρθολομαίο να παίζει το
παιχνίδι των Αμερικανών συγκρουόμενος με το Πατριαρχείο της Μόσχας,
αποδυναμώνοντας έτσι και την πολιτισμική παράμετρο του δεσμού των
Ελλήνων με τους Ρώσους. Για να μη μιλήσουμε για τις αρνητικές συνέπειες
που έχει η ρώσικη πολιτική για τους Κούρδους που παραμένουν οι σταθεροί
σύμμαχοί μας στην περιοχή και αποτελούν ένα μόνιμο αγκάθι για την
Τουρκία.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, το πολιτικό σύστημα
και ένα μεγάλο μέρος των ελίτ της χώρας προωθεί μια άκριτη πολιτική
απόλυτης ταύτισης με τη Δύση που θα μας προστατεύσει δήθεν απέναντι στην
Τουρκία, ενώ από την άλλη πλευρά, εξίσου άκριτα, ένα «ρωσόφιλο» τμήμα
επιμένει σε μία πολιτική ταύτισης με τον Πούτιν, αγνοώντας τις
πραγματικότητες που προαναφέραμε. Πολλοί μάλιστα, στη γνωστή λογική του
ραγιαδισμού, φτάνουν να υποτιμούν τον κίνδυνο της Τουρκίας, επειδή αυτή
έχει καλές σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν!
Και οι δύο αυτές
οπτικές είναι βαθύτατα λανθασμένες διότι, από τη μια πλευρά υποτιμούν
την πολιτισμική και γεωπολιτική πραγματικότητα της χώρας, που δεν της
επιτρέπει την απόλυτη ταύτιση με τη Δύση και τους Αμερικανούς. Η Ελλάδα
ναι μεν «ανήκει στη Δύση» από την άποψη της ένταξής της στους
οργανισμούς της, αλλά δεν είναι «δυτική χώρα» από την άποψη της
γεωπολιτικής και του πολιτισμού.
Είναι μία χώρα των συνόρων, και
σαν τέτοια είναι υποχρεωμένη να διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με τη
Ρωσία και να ενισχύει τους πολιτισμικούς δεσμούς της με τον ρωσικό λαό.
Ενώ, βέβαια, από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να αγνοεί το γεγονός, πως
σε ό,τι αφορά την Τουρκία ή ακόμα και τα Σκόπια, τα ρώσικα συμφέροντα
δεν ταυτίζονται με τα δικά μας και κάποτε είναι και ανταγωνιστικά.
Πρόκειται για μία κατάσταση εξαιρετικά δύσκολη, που κινείται
κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού. Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε η
πολιτική μας;
Επανασύνδεση Ρωσίας - Ευρώπης
Καταρχάς, για
εμάς, έχει αποφασιστική σημασία μία επανασύνδεση της Ρωσίας με την
Ευρώπη, η οποία όχι μόνο θα μείωνε τους κινδύνους πολεμικών αναφλέξεων,
αλλά και θα αναπροσανατόλιζε τη ρωσική πολιτική πέρα από μία «επιστροφή»
στο «μογγολικό παρελθόν» (δηλαδή μία αποκλειστική συμμαχία με
μουσουλμανικές και μη δυτικές χώρες). Είναι προς το συμφέρον μας να
ανασυνδεθεί η Ρωσία με την Ανατολική Ευρώπη και την Ουκρανία και αυτό
αποτελεί σε βάθος χρόνου συμφέρον για ολόκληρη την Ευρώπη, που
διαφορετικά θα μένει γεωπολιτικά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ.
Έτσι, η
Ελλάδα πρέπει, με όση φωνή διαθέτει, να αντιστρατεύεται τον Ψυχρό Πόλεμο
που σήμερα τείνει και πάλι να αναπτυχθεί. Παράλληλα, θα πρέπει να
αναπτύξουμε κατά το δυνατόν τους πολιτισμικούς δεσμούς μας με τον ρώσικο
λαό, πιέζοντας και για μια αλλαγή της πολιτικής του Πατριαρχείου. Έτσι,
θα ενισχυθούν εκείνες οι δυνάμεις που στο εσωτερικό της Ρωσίας, ακόμα
και στους κυβερνητικούς κύκλους της, δεν βλέπουν με καλό μάτι την
προσέγγιση με τον ισλαμοφασισμό του Ερντογάν.
Στόχος μας πρέπει
να είναι σε βάθος χρόνου η ενοποίηση της Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης
και της Ρωσίας), και όχι η στροφή της Ρωσίας σε συμμαχίες με το Ισλάμ
και την «Ανατολή» γενικότερα (χαρακτηριστική ως προς αυτό και απόλυτα
αρνητική, είναι η στροφή του Ντούγκιν, από τη συμμαχία μεταξύ Ρώσων και
Ελλήνων ορθοδόξων, στη συμμαχία της ρωσικής ορθοδοξίας με το τουρκικό
Ισλάμ).
Στο μεταξύ βέβαια θα είμαστε υποχρεωμένοι να συνάπτουμε
συμμαχίες με όλους εκείνους των οποίων τα συμφέροντα αντιπαρατίθενται με
τον τουρκικό επεκτατισμό και, ει δυνατόν, να κινητοποιήσουμε τη Γαλλία
προς μία τέτοια κατεύθυνση και να ενισχύσουμε κατά το δυνατόν τη
στρατιωτική συγκρότηση της Ευρώπης έξω και πέρα από το ΝΑΤΟ.
Εν
κατακλείδι, συνεχίζουμε να είμαστε «σχισμένοι» ανάμεσα στην Ανατολή και
τη Δύση της Ευρώπης, ανάμεσα στα άμεσα συμφέροντά μας και τη πολιτισμική
μας ταυτότητα. Αυτό το σχίσιμο δεν μπορεί να αρθεί όσο η Ευρώπη θα
παραμένει διαιρεμένη. Στο μεταξύ, πρέπει να παραμένουμε σταθερά
προσκολλημένοι στα εθνικά μας συμφέροντα και να απορρίπτουμε τόσο τις
αμερικανόφιλες ψυχροπολεμικές σειρήνες όσο και τους άκριτους
υπερασπιστές της πουτινικής ριαλπόλιτικ. Για μας, επειδή είμαστε πλέον
ένα μικρό έθνος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το πρώτο και αποφασιστικό
στοιχείο είναι η συνειδητοποίηση αυτής μας της ιδιαιτερότητας και η
διαμόρφωσης μιας στρατηγικής ανεξάρτητης για να μπορεί να είναι
πολυδιάστατη.
SLPress
Αντίθετα, επιβαρύνσεις επέρχονται για τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, η αντικειμενική αξία των οποίων θα αλλάξει κλιμάκιο, και ο ΕΝΦΙΑ θα υπολογιστεί με υψηλότερο συντελεστή. Όλα αυτά ισχύουν εφόσον μετά την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών δεν θα αλλάξουν και οι συντελεστές του ΕΝΦΙΑ.
Η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου ανακοίνωσε περί τα τέλη Απριλίου θα ανακοινωθούν οι περισσότερες νέες τιμές εφορίας και αργότερα οι υπόλοιπες, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι τιμές που θα ανακοινωθούν αργότερα θα είναι αυτές για τις οποίες θα επιληφθεί η δευτεροβάθμια επιτροπή του υπουργείου. Πρόκειται για τις περιοχές όπου οι εισηγήσεις προβλέπουν μεγάλες αυξήσεις αντικειμενικών τιμών, οι οποίες θα εξεταστούν από τη δευτεροβάθμια επιτροπή του υπουργείου Οικονομικών.
Επί της ουσίας τώρα, και υπό την προϋπόθεση ότι οι συντελεστές του ΕΝΦΙΑ παραμένουν οι ίδιοι, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων θα πρέπει να περιμένουν αυξομειώσεις του ΕΝΦΙΑ, ανάλογα με το ύψος της αντικειμενικής αξίας που είναι σήμερα και εάν, μετά την αναθεώρηση θα αλλάξουν κλιμάκιο φόρου. Δηλαδή αρκεί μια αύξηση της αντικειμενικής αξίας κατά 100 ευρώ να αυξήσει σημαντικά τον ΕΝΦΙΑ, εάν σημάνει και αλλαγή κλιμακίου. Στα παραδείγματα που ακολουθούν καταγράφεται ότι ένα ακίνητο 100 τ.μ. που έχει τιμή ζώνης 1.000 ευρώ βαρύνεται με ΕΝΦΙΑ 366,13 ευρώ. Αν η τιμή ζώνης αυξηθεί μόλις κατά 5%, σε 1.050 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ που θα πληρώσει θα αυξηθεί κατά 101 ευρώ ή κατά 27,6%, καθώς διαμορφώνεται σε 467,13 ευρώ. Το ίδιο ακίνητο, αν έχει αντικειμενική αξία 800 ευρώ και αυξηθεί κατά 25%, σε 1.000 ευρώ, θα πληρώσει τον ίδιο ΕΝΦΙΑ, ήτοι 366,13 ευρώ!
Δηλαδή, τα ακίνητα, οι τιμές ζώνης των οποίων, παρά την αύξηση, θα διατηρηθούν στις ίδιες ζώνες δεν θα έχουν καμία μεταβολή στον ΕΝΦΙΑ του 2018. Όσοι όμως αλλάξουν κλιμάκιο θα έχουν επιβάρυνση, από μικρή έως και μεγάλη.
Παραδείγματα
Αναλυτικότερα η κλίμακα υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ ανάλογα με την τιμή ζώνης του ακινήτου, ανά τ.μ. είναι η ακόλουθη:
Τιμή ζώνης σε ευρώ ΕΝΦΙΑ ανά τ.μ.
• 0 - 500 2 ευρώ
• 501 - 750 2,8 ευρώ
• 751 - 1000 2,9 ευρώ
• 1001 - 1500 3,7 ευρώ
• 1501 - 2000 4,5 ευρώ
• 2001 - 2500 6 ευρώ
• 2501 - 3000 7,6 ευρώ
• 3001 - 3500 9,2 ευρώ
• 3501 - 4000 9,5 ευρώ
• 4001 - 4500 11,1 ευρώ
• 4501 - 5000 11,3 ευρώ
• 5001 & άνω 13 ευρώ
Υπολογίζουμε τον ΕΝΦΙΑ σε διαμέρισμα 100 τ.μ., 1ου ορόφου, με πρόσοψη σε ένα δρόμο, «ηλικίας» έως 4 ετών, χωρίς βοηθητικούς χώρους. Προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι διαφορές, που προκύπτουν όταν αυξάνονται οι τιμές ζώνης, θα υπολογίζουμε τον ΕΝΦΙΑ για το ίδιο ακίνητο, σε όλες τις κλίμακες του ΕΝΦΙΑ. Σημειώνεται πως υπολογίζεται μόνο βασικός φόρος και όχι ο συμπληρωματικός φόρος. Ειδικότερα:
1. Όταν η τιμή του ακινήτου είναι μέχρι 500 ευρώ ανά τ.μ. ο ΕΝΦΙΑ είναι 252,5 ευρώ.
2. Αν η τιμή ζώνης αυξηθεί και διαμορφωθεί σε 501 – 750 ευρώ, τότε ο ΕΝΦΙΑ αυξάνεται σε 353,5 ευρώ. Όμως, το ακίνητο που έχει αντικειμενική αξία 550 ευρώ, η οποία αυξάνεται σε 750 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ θα παραμείνει αμετάβλητος.
3. Αν η τιμή ζώνης αυξηθεί και διαμορφωθεί στην κλίμακα μεταξύ 751 – 1.000 ευρώ, τότε ο ΕΝΦΙΑ διαμορφώνεται σε 366,13 ευρώ.
4. Στην περίπτωση που η τιμή ζώνης είναι μεταξύ 1.001 – 1.500 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ διαμορφώνεται σε 467,13 ευρώ. Δηλαδή, ένα ακίνητο 100 τ.μ. που έχει αντικειμενική αξία 950 ευρώ, η οποία θα αυξηθεί σε 1.050 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ που θα πληρώσει θα αυξηθεί κατά 101 ευρώ ή κατά 27,6%. Αν όμως η τιμή ζώνης είναι 1.050 ευρώ και αυξηθεί σημαντικά κατά 43%, σε 1.500 ευρώ, τότε ο ΕΝΦΙΑ παραμένει ίδιος
5. Αν η τιμή ζώνης είναι μεταξύ 1.501 και 2.000 ευρώ, τότε ο ΕΝΦΙΑ που αναλογεί στο ίδιο ακίνητο είναι 568,13 ευρώ. Ακίνητο με αντικειμενική αξία 1.500 ευρώ, η οποία αυξάνεται σε 1.550 ευρώ ο ΕΝΦΙΑ αυξάνεται κατά 101 ευρώ.
6. Αν η τιμή ζώνης είναι 2.001 – 2.500 ευρώ ο ΕΝΦΙΑ φτάνει σε 757,5 ευρώ. Έτσι, αν το ακίνητο έχει τιμή ζώνης 1.950 ευρώ και αυξηθεί σε 2.050 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ θα αυξηθεί κατά 189,37 ευρώ ή κατά 33,3%. Στην περίπτωση που το ακίνητο έχει αντικειμενική αξία 1.550 ευρώ, και αυξηθεί σε 2.000 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ δεν αυξάνεται γιατί δεν αλλάζει κλιμάκιο.
7. Αν η τιμή ζώνης του ίδιου ακινήτου είναι μεταξύ 2.501 και 3.000 ευρώ, τότε ο ΕΝΦΙΑ που αναλογεί είναι 959,5 ευρώ. Στην περίπτωση που το ακίνητο είχε αντικειμενική αξία μέχρι 2.500 ευρώ και η τιμή διαμορφωθεί μέχρι 3.000 ευρώ, τότε θα υπάρξει αύξηση του ΕΝΦΙΑ κατά 202 ευρώ.
8. Αν η τιμή ζώνης είναι μεταξύ 3.000 και 3.500 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ που αναλογεί είναι 1.161,5 ευρώ. Αυτό σημαίνει είναι πως αν το ακίνητο ήταν στην προηγούμενη τιμή ζώνης θα υπάρξει αύξηση του ΕΝΦΙΑ κατά 202 ευρώ ενώ αν παραμείνεις την ίδια τιμή ζώνης ο ΕΝΦΙΑ θα παραμείνει αμετάβλητος.
9. Αν η τιμή ζώνης είναι μεταξύ 3.501 και 4.000 ευρώ ο ΕΝΦΙΑ που αναλογεί είναι 1.199,38 ευρώ.
10. Αν η τιμή ζώνης είναι 4.001 – 4.500 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ που αναλογεί είναι 1.401,38 ευρώ.
11. Αν η τιμή ζώνης είναι 4.501 – 5.000 ευρώ, ο ΕΝΦΙΑ που αναλογεί είναι 1.426,63 ευρώ.
12. Αν η τιμή ζώνης είναι 5.000 ευρώ και άνω, ο ΕΝΦΙΑ που αναλογεί είναι 1641,25 ευρώ.