Του Θεόδωρου Kουλουμπή*
Παρακολουθώντας τις κοσμογονικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών στην Αίγυπτο και την Τυνησία και κρίνοντας από το εκρηκτικό μείγμα που λέγεται Μέση Ανατολή, σκέφτομαι πόσο τυχερή ήταν η Ελλάδα που κάτω από τη συνετή ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή επέλεξε τον δρόμο της Ευρώπης μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974. Εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης, η σημερινή Ελλάδα, που αντιμετωπίζει μια γιγάντια οικονομική κρίση, θα ήταν ακόμη ένα υποψήφιο «ντόμινο» μιας διαδικασίας ανατροπής μεσογειακών καθεστώτων. Αλλά πώς δικαιολογείται αυτή η τόσο απαισιόδοξη υπόθεση εργασίας;

Επιστρέφοντας στην Αθήνα στις 23/4 Ιουλίου 1974, ύστερα από έντεκα χρόνια αυτοεξορίας στο Παρίσι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βρήκε τη χώρα του στο χείλος του γκρεμού. Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που το εγκληματικό πραξικόπημα της ομάδας Ιωαννίδη είχε προ(σ)καλέσει, ο Μακεδόνας πολιτικός είχε δύο επιλογές: άμεσο και απροετοίμαστο πόλεμο με την Τουρκία ή αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος με ταυτόχρονη ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Επέλεξε σοφά. Η διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία που εφάρμοσε θεωρείται έκτοτε από τους ειδήμονες της συγκριτικής πολιτικής άξιο παράδειγμα προς μίμηση. Παρεμπιπτόντως, καθώς οι ένοπλες δυνάμεις της Αιγύπτου έχουν αναλάβει στις μέρες μας τον ρόλο επίβλεψης μιας ουσιαστικής μετάβασης στη δημοκρατία, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μια παραλλαγή της συνταγής Καραμανλή με τεράστιο όφελος για τον λαό της Αιγύπτου.

Κεντρική παράμετρος της ελληνικής μετάβασης στη δημοκρατία ήταν η αποφυγή μιας μακράς μεταδικτατορικής περιόδου χωρίς γνήσιους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Ετσι ξεδιπλώθηκε μια αλυσίδα γοργών θεσμικών αποφάσεων: άμεση ίδρυση κομμάτων, νομιμοποίηση των κομμουνιστικών δυνάμεων (λειτουργούσαν στην πράξη εκτός νόμου από το 1947 έως το 1974), εθνικές εκλογές τον Νοέμβριο του 1974, δημοψήφισμα για το πολιτειακό (που καθιέρωσε την αβασίλευτη δημοκρατία) στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, αναθεώρηση/προσαρμογή του Συντάγματος τον Ιούνιο του 1975 σύμφωνα με τις προδιαγραφές της προεδρευομένης δημοκρατίας, και δίκες των πρωτεργατών του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, οι οποίες έγιναν τον Ιούλιο/Αύγουστο του 1975. Κορωνίδα της όλης διαδικασίας μετάβασης στην εδραιωμένη δημοκρατία ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) που πήρε σάρκα και οστά την 1η Ιανουαρίου του 1981. Και αυτό το μεγάλο επίτευγμα πιστώνεται αποκλειστικά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η τουρκική πρόκληση στο Αιγαίο και την Κύπρο αντιμετωπίστηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις με ένα στρατηγικό μείγμα διπλωματικών και στρατιωτικών χειρισμών που στόχο είχαν την αποτροπή περαιτέρω αναθεωρητικών βλέψεων του γείτονα στον χώρο του Ελληνισμού. Σημαντική υπήρξε εδώ η προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ (μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981) σε πολιτικές που δεν αμφισβήτησαν την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, διατηρώντας ταυτοχρόνως την παρουσία αμερικανικών βάσεων στην Κρήτη και αλλού. Η λογική αυτής της προσαρμογής ήταν απλή και βασιζόταν στον υπολογισμό ότι το διπλωματικό βάρος της Ελλάδας αυξανόταν με τη συμμετοχή της σε μια ενοποιούμενη οντότητα ευρωπαϊκών δημοκρατιών και μειωνόταν δραστικά με μια επιλογή θεσμικής αυτοαπομόνωσης. Διαδοχικές κρίσεις στο Αιγαίο (1976, 1987, 1996) έφεραν Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα θερμής πολεμικής αναμέτρησης, και χρειάστηκαν παρεμβάσεις τρίτων για να αποφευχθούν αμοιβαία καταστροφικές συγκρούσεις. Τέλος, από το 1999 μέχρι σήμερα, παρά τις συνεχιζόμενες τουρκικές παραβάσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο, διατηρείται ένα κλίμα διπλωματικής προσέγγισης με στόχο την ειρηνική επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο Αιγαίο.

Στον οικονομικό τομέα, το εμπόριο, οι επενδύσεις, ο τουρισμός και άλλες συναλλαγές αυξήθηκαν με γεωμετρικούς ρυθμούς. Παράλληλα, οικοδομήθηκαν μέτρα εμπιστοσύνης για την πρόληψη και αποκλιμάκωση μελλοντικών κρίσεων. Οσον αφορά το τουρκικό αίτημα ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η ελληνική στήριξή του μετά το 1999 προϋποθέτει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στο Αιγαίο και μια δίκαιη και λειτουργική διευθέτηση του Κυπριακού. Χωρίς αμφιβολία, κορυφαίο επίτευγμα της ελληνικής (και της κυπριακής) διπλωματίας πρέπει να θεωρείται η ένταξη της Μεγαλονήσου στην Ευρωπαϊκή Ενωση την 1η Μαΐου του 2004.

Επιστρέφοντας στο παρόν (στην οικονομική κρίση, στα σκληρά μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί και στη στενή επιτήρηση της λεγόμενης τρόικας) παρακολουθούμε μια αισθητή αύξηση των δυνάμεων του ελληνικού ευρωσκεπτικισμού. Οι δυνάμεις αυτές προέρχονται από πολιτικές οντότητες εντός και εκτός του Κοινοβουλίου που ενεργοποιούνται κυρίως στην αριστερά του πολιτικού μας φάσματος. Συνθήματα που παρουσιάζουν την Ελλάδα υπό κατοχή, που άμεσα ή έμμεσα προτρέπουν την έξοδο από τη Ζώνη του Ευρώ, και που προτείνουν τη στάση πληρωμών προς ξένους πιστωτές, μπορεί –αν γίνουν πράξη– να έχουν εφιαλτικές συνέπειες για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Διότι μια Ελλάδα μόνη, πολιτικά διχασμένη και οικονομικά τραυματισμένη θα δελεάσει αναθεωρητικούς κύκλους στην Τουρκία να επιστρέψουν σε επιθετικές πολιτικές τύπου δεκαετίας του 1970. Αυτό, όμως, δεν επιτρέπει σε ορισμένους διεθνείς επιτηρητές να προσβάλλουν τον ελληνικό λαό με δημόσιες παρεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική της χώρας μας. Το μόνο που επιτυγχάνουν αυτού του τύπου οι συμπεριφορές είναι να ρίχνουν νερό στον μύλο των νεοεθνικιστών μας, οι οποίοι κυριολεκτικά βράζουν κάθε φορά που αισθάνονται ότι προσβάλλεται το φιλότιμο του Ελληνισμού.

Οι ωμές και αψυχολόγητες δηλώσεις των τεχνοκρατών της τρόικας, σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, δεν πρέπει –και δεν μπορούν– να αποπροσανατολίσουν την κορυφαία στρατηγική επιλογή των Ελλήνων μετά το 1974, η οποία συνεπάγεται ένταξη και παραμονή στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (την Ευρωζώνη).

Δημοσίευμα εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20 Φεβρουαρίου 2011

* Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.