Για του οπαδούς του Πλήθωνος μετά το 1453 ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, συνήθως λέγεται ή γράφεται στα πεταχτά ότι οι περισσότεροι «έφυγαν στην Δύση», δηλαδή στην Ιταλία και τα πράγματα σταματάνε εκεί.
Με εξαίρεση τον Βησσαρίωνα και κάποια ακόμα ελάχιστα ονόματα που ανιχνεύουμε κυρίως λόγω του συγγραφικού τους έργου, δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως, ούτε για εκείνους που όντως «έφυγαν στην Δύση», ούτε για εκείνους, που ήσαν και οι περισσότεροι, οι οποίοι παρέμειναν στον Μωριά και αντιστάθηκαν ένοπλα στους εισβολείς Οθωμανούς.
Έλληνες Στρατιώτες με τα χαρακτηριστικά ημίψηλα καπέλα τους, που πολύ αργότερα θα υιοθετηθούν από τους δυτικούς ως γνώρισμα των «τζέντλεμεν».
Ιστορικά στοιχεία γι’ αυτήν την αντίσταση υπάρχουν πολύ λίγα, και κυρίως αποτελούνται από ό,τι μπόρεσε να διασωθεί γύρω από τα πρόσωπα που ηγήθηκαν αυτής, όπως λ.χ οι ηπειρωτικής καταγωγής πολέμαρχοι «στρατιότι» («strattioti») Θεόδωρος Μπούας και Κορκόδειλος ήΚορκόντυλος Κλαδάς, στους οποίους άλλωστε θα αναφερθούμε στην συνέχεια του παρόντος κατά την παρουσίαση των γεγονότων εκείνης της εποχής.
Κάποια ελάχιστα στοιχεία όμως, «μη ιστορικά» βεβαίως κατά την σύγχρονη αντίληψη του ιστορικού επιστημονισμού, αφού δεν βασίζονται σε γραπτή πηγή, είναι γνωστά μέσα από στόμα με στόμα μετάδοση, που πάει να πει μέσα από αυτό που πραγματικά είναι «παράδοση» και μέσα από αυτά ακριβώς πιστοποιείται όντως συμμετοχή «πληθωνιστών» σε εκείνον τον απελπισμένο αμυντικό αγώνα κατά των Οθωμανών.
Υποχρεωμένος να ακολουθήσει τους κανόνες του αντιφατικότατου ιστορικού επιστημονισμού (που έχει θεοποιήσει την «πρωτογενή» γραπτή πηγή, ακόμα και αν αυτή κραυγαλέα αποτυπώνει «παράδοση» ή, ακόμη χειρότερα, λαϊκή φημολογία), ο γράφων προτίθεται να παρουσιάσει μελλοντικά αυτή την μεταδοθείσα Ιστορία μέσα από ένα ιστορικό «μυθιστόρημα», για να γίνει τουλάχιστον γνωστή σε όσους είναι όντως διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο –οι υπόλοιποι ας πάνε να διαβάσουν «έγκυρη» Ιστορία, βασισμένη σε παραληρήματα καλόγερων ή λαϊκούς μύθους του παρελθόντος που απλώς έτυχε να περάσουν πριν από κάποιους αιώνες επάνω σε χαρτί, ώστε σήμερα να εκλαμβάνονται ηλιθιωδώς ως πέρα για πέρα «έγκυρες» ιστορικές «πηγές» και μάλιστα… «πρωτογενείς».
Για την ώρα θα αναφερθούμε απλώς στο όνομα Γεώργιος ή Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, που πρέπει να γεννήθηκε κάπου γύρω στα 1435, αφού «αγένειος ακόμα γνώρισε για πρώτη φορά τον δάσκαλο Γομοστό» δηλαδή τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, τον φιλόσοφο του Μυστρά και ιδρυτή του πολυθεϊστικού «Κύκλου» της τότε Λακωνίας «λίγο πριν αποθάνει», δηλαδή λίγο πριν το έτος 1452.
Έλληνες Στρατιώτες, ξεχωρίζουν από τα καπέλα τους, επιτίθενται μαζί με Δυτικούς ιππότες εναντίον των αντιπάλων τους. Οι Έλληνες στην εικόνα μάχονται υπό τη σημαία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας.
Η παράδοση αναφέρει τον Κυργιώργη Δαιμονογιάννη «στρατιότι» στην υπηρεσία των Ενετών κατά το ξέσπασμα του πρώτου Ενετοτουρκικού Πολέμου το 1463 και ιδρυτή και πρώτο «μάγιστρο» το επόμενο έτος (1464) της μυστικής αδελφότητας των αρκετών εναπομεινάντων στον Μωριά «πληθωνιστών», η οποία αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του οράμματος του διδασκάλου, δηλαδή στην εθνική απελευθέρωση και αυθυπαρξία των Ελλήνων και στην παλινόρθωση του καθοριστικού πολυθεϊσμού τους.
Τα τελευταία δεδομένα από την ίδια παράδοση, θέλουν τον Δαιμονογιάννη να αγωνίζεται δίπλα στον ηρωϊκό Κορκόδειλο Κλαδά τόσο στην πρώτη φάση του αντάρτικου αγώνα του, έπειτα από την προδοσία των Ενετών το 1479, όσο και στην δεύτερη, μία δεκαετία αργότερα, που έληξε με τον μαρτυρικό θάνατο του θρυλικού πολέμαρχου το έτος 1490.
Τους δυο άνδρες συνέδεε φιλία στενή, αλλά και κάτι ακόμα: ο έρωτας του Κλαδά για την εξαδέλφη του Δαιμονογιάννη Βασιλική.
Ο καταπονημένος από τους συνεχείς αγώνες και τις κακουχίες Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, ηγήθηκε του «δρουγγού» του για τρία ακόμη χρόνια.
Πέθανε μετά από εμπύρετη ασθένεια το 1493, στα αντάρτικα καταφύγια του βόρειου Ταϋγέτου.
Οι εναπομείναντες συμμαχητές και αδελφοί έθαψαν με τιμές τον πολέμαρχο πρώτο «μάγιστρο» και, προσπαθώντας να είναι συνεπείς με τα πάτρια, αποτέφρωσαν το κέντρο της ηρωϊκής του ψυχής, δηλαδή την καρδιά του και παρέδωσαν την σποδό, ως «αγώνος σήμα», στον διάδοχο δεύτερο «μάγιστρο» της αδελφότητος.
Αυτά είναι τα λίγα που μπορούμε, για την ώρα τουάχιστον, να αφηγηθούμε για τον πρώτο ηγέτη των ένοπλων «πληθωνιστών» του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, υποσχόμενοι να περάσουν τα υπόλοιπα υπό μορφή ιστορικού «μυθιστορήματος» για να μην έχουν να λένε οι κάθε είδους (είτε γελοίοι είτε αχρείοι) καθεστωτικοί.
Ο γράφων ούτε θα τους κάνει την χάρη να τους παράσχει λαβές για αμφισβήτηση της ιστορικής του εγκυρότητας, ούτε και ενδιαφέρεται άλλωστε να μιλήσει σε αυτιά ανθρώπων που είναι είτε ανήμποροι είτε ακατάλληλοι ν’ ακούσουν.
Όπως έχουμε άλλωστε ξαναγράψει παλαιότερα, προκαλώντας μάλιστα την μήνη αρκετών, «Ne margaritas obijce porcis, seu asinus sabsterne rosas !», που πάει να πει στα Ελληνικά «μην ρίχνεις τα μαργαριτάρια στα γουρούνια, μην εκπορνεύεις βλακωδώς τα τριαντάφυλλα».
Από εδώ και κάτω, στο ανά χείρας κείμενο παρέχουμε «κανονική» Ιστορία, ήτοι Ιστορία με την καθιερωμένη στις ημέρες μας έννοια.
Ο χρονολογικός πίνακας που ακολουθεί, κατά τον προσφιλή για τον γράφοντα τρόπο ιστορικής αφήγησης με χρονική αλληλουχία, παρουσιάζει την ένοπλη αντίσταση των ήδη ελεύθερων από την βυζαντινή κατοχή και την ενετική κυριαρχία Ελλήνων του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, τότε που προήλαυναν στα εδάφη των πατέρων τους οι καινούργιοι Οθωμανοί κατακτητές.
Το έτος 1456 οι Οθωμανοί έχουν καταλάβει την Αθήνα, οι βυζαντινοί μηχανισμοί εξουσίας έχουν καταρρεύσει παντού στην Πελοπόννησο, ενώ οι Ενετοί της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» επιχειρούν να ισχυροποιήσουν την εκεί παρουσία τους, αρχίζοντας από τις βόρειες και δυτικές οχυρές θέσεις.
Την άνοιξη του 1458 ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής αρχίζει προετοιμασίες για εισβολή στην Πελοπόννησο, την οποία υποτίθεται ότι ακόμα ελέγχουν οι τραγικά δειλοί Παλαιολόγοι.
Μέσα στο ίδιο έτος πολιορκεί και καταλαμβάνει την Κόρινθο και, με δύο βραχίονες του στρατού του, προσπαθεί ανεπιτυχώς να κυριεύσει τα φρούρια των Πατρών και των Καλαβρύτων. Η πρώτη αυτή εισβολή λήγει άδοξα και ο οθωμανικός στρατός αποσύρεται για ανασχεδιασμό των επιχειρησιακών του μεθόδων.
Την άνοιξη του 1459 ο Μωάμεθ εισβάλλει ξανά στην Πελοπόννησο, πετυχαίνει την παράδοση της φρουράς της Καρύταινας και οδεύει επικεφαλής 3.000 πολεμιστών προς το Λεοντάρι, όπου συγκρούεται με τον μικρό στρατό του πολέμαρχου Κορκόδειλου Κλαδά, που δεν ξεπερνούσε τους 1.000 άνδρες.
Οι Έλληνες, που πολεμούν υπό το δικό τους λάβαρο (δικέφαλος επάνω σε πορφυρό και όχι κίτρινο πανί, συν το οικόσημο του αρχηγού τους) ηττώνται, αλλά υποχωρούν συντεταγμένα υπό την καθοδήγηση του Κλαδά, του οποίου οι ελιγμοί γίνονται αντικέιμενο θαυμασμού από τον σουλτάνο.
Ο φοβισμένος Δημήτριος Παλαιολόγος παραδίδει αμαχητί το Δεσποτάτο του Μυστρά στον σουλτάνο, παρόλο που όλοι σχεδόν οι εντόπιοι πολέμαρχοι εξακολουθούν να αγωνίζονται κατά των εισβολέων.
Ο Κλαδάς προσπαθεί να δώσει μάχη αυτοκτονίας στην θέση «Άη Γιώργης», αλλά ο σουλτάνος τον συναντάει άοπλος μπροστά από τους δύο στρατούς, τού εκφράζει τον θαυμασμό του και τού δηλώνει ότι δεν θέλει να καταστρέψει τέτοιον πολεμιστή, άρα του επιτρέπει να ζήσει ελεύθερος στην περιοχή του Έλους.
Το 1460 οι εισβολείς Οθωμανοί έχουν κυριεύσει πολλές οχυρές θέσεις ανά την Πελοπόννησο, όπου επικρατεί πλέον απόλυτη αναρχία, ενώ οι Ενετοί έχουν ιδιοποιηθεί όλα τα φρούρια που μέχρι την προηγούμενη χρονιά ανήκαν στους Παλαιολόγους.
Το 1463, με αφορμή την υποστήριξη των Ενετών προς τον Ηπειρώτη πολέμαρχο Γεώργιο Καστριώτη ή «Σκεντέρμπεη», ξεσπάει ο Πρώτος Ενετοτουρκικός Πόλεμος, που θα διαρκέσει μέχρι το 1479.
Οι Ενετοί χρησιμοποιούν στην Πελοπόννησο την στρατιωτική δύναμη των πολλών εντόπιων πολεμάρχων, τους οποίους προσλαμβάνουν μαζί με τους άνδρες τους ως μισθοφόρους («στρατιότι», «strattioti») και καταλαμβάνουν την Μονεμβασιά και πολλές άλλες οχυρές θέσεις.
Οι γνωστότεροι από εκείνους τους πολέμαρχους είναι οι Πέτρος Μπούας, Μιχαήλ Ράλλης, Νικόλαος Παγωμένος, Νικόλαος Μπόχαλης, Κορκόδειλος Κλαδάς, Νικόλαος Γραίτζας, Ιωάννης Γαβαλλάς, κ.ά.
Το επόμενο έτος (1464), παρά τις επιτυχίες των πολέμαρχων Κλαδά στην Λακωνία και Μιχαήλ Ράλλη στην Αχαϊα, οι Ενετοί ηττώνται στην Μαντινεία, οι Οθωμανοί λεηλατούν την Αργοναυπλία και φθάνουν μέχρι το Λεοντάρι της Αρκαδίας και το 1465 ο Ομάρμπεης εισβάλλει στην Μάνη αλλά αναχαιτίζεται από τους πολέμαρχους των Ελλήνων.
Το 1466 ο Σιγιμούνδος Μαλατέστα φθάνει μαχόμενος μέχρι τον Μυστρά και μεταφέρει τα οστά του φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος στο Ρίμινι, όμως ο διάδοχός του στην αρχηγία των Ενετών Ιάκωβος Μπαρμπαρίγκο ηττάται και χάνει την ζωή του τον Αύγουστο στην Πάτρα και οι Έλληνες σύμμαχοι της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» γίνονται τώρα ο αποκλειστικός στόχος της μήνης των Οθωμανών. Οι αιχμάλωτοι πολέμαρχοι Μιχαήλ Ράλλης καί Μάρκος – Επιφάνειος Κλαδάς θανατώνονται με φρικτό τρόπο: ο πρώτος ανασκολοπίζεται και ο δεύτερος γδέρνεται ζωντανός.
Ενώ τα επόμενα χρόνια οι Οθωμανοί εξολοθρεύουνν μεθοδικά όλες τις αντιστασιακές εστίες, τον Ιανουάριο του 1479 οι φοβισμένοι από τις αλλεπάλληλες ήττες τους Ενετοί υπογράφουν εσπευσμένα με τον εκχριστιανισμένο Εβραίο εκπρόσωπό τους Τζιοβάνι Ντάριο συνθήκη ειρήνης με τους αντιπάλους τους, δεχόμενοι να καταβάλουν στον σουλτάνο τεράστια αποζημίωση και ετήσιους δασμούς 10.000 δουκάτων για το δικαίωμά τους στο ναυτικό εμπόριο.
Στην Πελοπόννησο οι Ενετοί διατηρούν μόνο τα οχυρά της Κορώνης και της Μεθώνης. Στις 9 Οκτωβρίου 1479 όμως, ο Κορκόδειλος Κλαδάς εισβάλλει στην Μάνη επικεφαλής 16.000 ανδρών, μίας τρόπον τινά ελληνικής πανστρατιάς, και απελευθερώνει το Οίτυλο και αρκετά ακόμη χωριά και φρούρια (Τριγόφιλο, Καστάνια, Μεγαλοχώριο, Λεφτίνη, Ανδρούσα, Βάσκος, Πιάγα, κ.ά.).
Στις 23 Ιανουαρίου 1480 η Βενετία αποκηρύσσει την πολεμική δράση του Κλαδά και οι αρχές τής υπό ενετική κατοχή Κορώνης συλλαμβάνουν και στέλνουν σε φυλακή της Βενετίας την σύζυγο, τα παιδιά και τα αδέλφια του, επικηρύσσοντάς τον ως «ρέμπελο» (επαναστάτη) και «προδότη» με το δελεαστικά μεγάλο ποσό των 10.000 μοθωναϊκών υπέρπυρων.
Σε ενίσχυση των «ανεξέλεγκτων» Ελλήνων, που ήδη καταδιώκονται από 10.000 Οθωμανούς υπό τον διοικητή της Πελοποννήσου («σαντζιάκμπεη του Μωριά») Σουλεϊμάν Πασά, έρχεται ο πολέμαρχος Θεόδωρος Μπούας και ο υιός του Μερκούριος, επικεφαλής 60 μόνον πολεμιστών. Οι Οθωμανοί εκπορθούν τα φρούρια Τριγόφυλου, Οιτίλου, Μεγαλοχωρίου και Παπαφίγγου.
Στις 19 Ιανουαρίου 1481 ο Κλαδάς τσακίζει κοντά στο Οίτιλο τους υπό τον «μπεηλέρμπεη της Ρούμελης» Αλή Μπούμικο εισβολείς Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του θορυβημένου Σουλεϊμάν Πασά να υποχρεωθούν ν’ αποσυρθούν στην Σπάρτη. Έξαλλος από τις τεράστιες απώλειες του στρατού του (700 νεκροί), ο σουλτάνος διατάσσει την θανάτωση 19 Ελλήνων πολεμιστών που είχαν αιχμαλωτισθεί στο φρούριο Τριγόφυλου.
Με ενισχυμένο στρατό που τώρα αριθμεί πάνω από 8.000 πολεμιστές ο σουλτάνος διατάσσει τον Μάρτιο νέα εισβολή στην Μάνη, κλείνει την δίοδο Μαυροβουνίου και προχωρεί προς το φρούριο της Καστανιάς, όπου βρίσκονται εγκλωβισμένοι οι ένοπλοι Έλληνες μαζί με 1.000 αιχμάλωτους Οθωμανούς.
Ενώ το φρούριο κοντεύει πια να πέσει στα χέρια των πολιορκητών Οθωμανών, λίγο πριν το ξημέρωμα της 10ης Απριλίου ο Κλαδάς, που βρισκόταν έξω από το κάστρο, επιτίθεται στους πολιορκητές και δημιουργεί δίοδο όλων των επιζώντων πολεμιστών του και των οικογενειών τους προς το Πόρτο Κάγιο, από όπου οι εναπομείναντες αντιστασιακοί μεταφέρονται τελικά στην Ιταλία με τρεις ναπολιτάνικες γαλέρες (οι Ναπολιτάνοι ήσαν εχθροί των Ενετών).
Ακόμα και μετά την φυγή του Κλαδά συνεχίζεται στην Μάνη και τον Ταϋγετο από πολλές αντάρτικες ομάδες η αντίσταση κατά των Οθωμανών.
Όταν αυτό γίνεται γνωστό στην Ιταλία, ο Κλαδάς αποφασίζει να επιστρέψει στην γη των αρχαίων Σπαρτιατών για να οργανώσει την αντίσταση σε συντεταγμένη στρατιωτική δράση.
Όντως το 1488 ή 1489 ο Κλαδάς επιστρέφει στην Λακωνία, αρχίζει συστηματικό έργο στον τομέα της οργάνωσης αλλά και της μαχητικής εκπαίδευσης των ανταρτών, όμως τον Οκτώβριο του 1490 πιάνεται αιχμάλωτος κοντά στην Βέργα έπειτα από μία σύντομη μάχη, οδηγείται μπροστά στον Οθωμανό διοικητή, γδέρνεται ζωντανός και το γεμισμένο με άχυρα δέρμα του στέλνεται στον σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Β στην Κωνσταντινούπολη.
Ενώ στον Ταϋγετο εξακολουθεί, παρά τον θάνατο του Κλαδά, η αντιστασιακή δράση των ντόπιων μικρών αντάρτικων σωμάτων («δρουγγών»), τον Ιούλιο του 1499 η δυτική Πελοπόννησος δέχεται την επίθεση ισχυρού οθωμανικού στόλου υπό τον ναύαρχο Νταούντ Πασά, ενώ πολυάριθμος στρατός υπό τον ίδιο τον σουλτάνο Βαγιαζήτ πολιορκεί και καταλαμβάνει την Ναύπακτο.
Το καλοκαίρι του 1500 ο στόλος του Νταούντ Πασά και του πρώην πειρατή Κεμάλ κτυπάει την Μεθώνη, ενώ ο στρατός του Βαγιαζήτ έχει ήδη φθάσει στην Αρκαδία, παρά τις παρενοχλήσεις των «στρατιότι» Νικολάου Ρενέση, Γεωργίου Ράλλη και Νικόλαου Μενάγια.
Χτυπημένη από στεριά και θάλασσα, η ενετική Μεθώνη πέφτει τελικά στις 10 Αυγούστου, μετά από μία τρομερή σε δύναμη επίθεση των γενιτσάρων, λεηλατείται επί τρεις συνεχείς ημέρες και τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού της σφάζεται, ενώ οι επιζήσαντες σέρνονται σκλάβοι στα ασιατικά δουλοπάζαρα.
Τρομοκρατημένος ο φρούραχος της Πύλου Κάρολος Κονταρίνης παραδίνεται αμαχητί. Οι μόνες βάσεις των Ενετών στην Πελοπόννησο απομένουν πια το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά, που θα παραδοθούν στους Οθωμανούς, μετά από συνθήκη, το έτος 1540.
(Δημοσιεύθηκε με τον τίτλο Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ «ΠΛΗΘΩΝΙΣΤΩΝ» ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ στο τεύχος 68 του περιοδικού «Διιπετές», το φθινόπωρο του 2008. Το φθινόπωρο του 2010 ο συγγραφέας παρουσίασε στο Φιλοσοφικό Αθήναιο «Εκατηβόλος», σε δημόσια εκδήλωση, την «Μυστική διαδρομή της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας από την εποχή του Πλήθωνος έως τις ημέρες μας»).
Εγκυκλοπαιδικά στοιχεία – Το ακόλουθο κείμενο δεν είναι του συγγραφέως που υπογράφει το άρθρο:
Ποιοι ήταν οι Στρατιώτες:
Stratioti ονομάστηκαν ένοπλα και έφιππα ελληνικά σώματα στον μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Ο ιταλικός όρος stradioti είτε είναι δάνειος από την ελληνική λέξη στρατιώται, ή προέρχεται από την ιταλική λέξη strada («δρόμος»), που σημαίνει «οδοιπόρος».Οι stratioti στρατολογούνταν από τη Δαλματία, την Αλβανία τη Σερβία, την Ελλάδα και αργότερα από την Κύπρο. Ανάμεσα στους αρχηγούς τους υπήρχαν μέλη παλαιών ευγενών βυζαντινών οικογενειών, όπως για παράδειγμα της δυναστείας των Παλαιολόγων και των Κομνηνών.Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αναφέρονται σχετικά τα ένοπλα σώματα των: Κροκόδειλου Κλαδά, Θεόδωρου Μπούα, Δημήτριου Παλαιολόγου, Πέτρου Ράλλη στην Πελοπόνησο και του Πέτρου Μπούα στην Αργολίδα. Οι stratioti μετακινούνταν και υπηρετούσαν υπό τις εντολές και διαταγές κάποιου κράτους, το οποίο μπορούσε να πληρώσει τις υπηρεσίες τους. Μαζί με τους πολεμιστές μετακινούνταν και οι οικογένειές τους.Έλληνες μισθοφόροι μέσω της Ιταλίας έφτασαν έως και τη Βρετανία. Επί Ερρίκου Η” συμμετείχαν σε επιχειρήσεις κατά της Σκωτίας και της Γαλλίας.Αυτή είναι και η πρώτη μαζική εμφάνιση Ελλήνων στα Βρετανικά νησιά. Περιώνυμος έγινε ο Θωμάς ο Αργείτης ως «καπετάνιος» περίπου 550 Ελλήνων σε Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα που είχε διαβεί τη Μάγχη και είχε οχυρωθεί σε Γαλλικό έδαφος. Το 1546, ενώ το οχυρό του αγγλικού σώματος στη Βουλώνη πολιορκείτο από υπέρτερο αριθμό Γάλλων, ο Θωμάς τόνωσε το ηθικό των πολεμιστών του με τον ακόλουθο λόγο που κατέγραψε ο επί τόπου ευρισκόμενος Έλληνας από την Κέρκυρα Ανδρόνικος Νούκιος:«Άνδρες συστρατιώται, ημείς μεν ως οράτε, εν εσχάτοις της οικουμένης τανύν οικούμεν μέρεσι. … Διό, προς τους πολεμούντες ημάς γενναίως αντιπαραταξόμεθα, … Έλλήνων γαρ εσμέν παίδες, και βαρβάρων σμήνος ου πτοούμεθα. … ανδρείως και συντεταγμένως τοις εχθροίς επιβάλωμεν, … και την πάλαι θρυλλουμένην Ελλήνων ανδρίαν, έργοις αυτοίς, φανεράν ποιήσωμεν».Οι Stratioti ήταν πρωτοπόροι στις τακτικές του ιππικού της εποχής τους. Στις αρχές του 16ου αιώνα το βαρύ ιππικό των ευρωπαϊκών στρατών αναδιοργανώθηκε χρησιμοποιώντας ως πρότυπο τους Έλληνες stratioti του Βενετικού στρατού, τους Ούγγρους Ουσάρους και γερμανικές μονάδες ιππικού. Η τακτική τους διακρινόταν για τις διαδοχικές επιθέσεις και υποχωρήσεις, τις ενέδρες και τον ανορθόδοξο πόλεμο, θυμίζοντας το ελαφρύ οθωμανικό ιππικό των Σπαχήδων. Είχαν αξιοσημείωτες επιτυχίες κατά του γαλλικού βαρέος ιππικού στους Ιταλικούς Πολέμους.Οι stratioti φημίζονταν ως ικανοί ιππείς και διακρίνονταν για τις διάφορες τακτικές τους. Ορισμένες από τις τακτικές αυτές υιοθετήθηκαν από τις δυτικές χώρες και σε αυτές βασίστηκε η οργάνωση του ελαφρού ιππικού. Έφεραν ελαφρύ οπλισμό από δόρυ, σπαθί και μαχαίρι, χωρίς πανοπλία. Ως μισθοφόροι πληρώνονταν όσο ήταν αναγκαίες οι στρατιωτικές τους υπηρεσίες.Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα, οι επιφανείς Έλληνες Stratioti ανήκαν σε μια μυστική εταιρεία που ονομαζόταν Αττική Εταιρεία (ή Ολύμπια Αδελφότητα) και τα μέλη της τιμούσαν κρυφά τους αρχαίους θεούς και ιδιαίτερα τον Ήλιο – Απόλλωνα – Μίθρα, τον οποίον δημοσίως τιμούσαν στο πρόσωπο του Αγίου Γεωργίου.
Το Κράτος των Αριανιτών (Shteti i Arianitëve) δημιουργήθηκε από τον Gjergj Arianiti (Γεώργιο Αριανίτι) το 1432, αρχικά με πρωτεύουσα το Μπεράτι, μετά την εδαφική διαίρεση του Πριγκηπάτου των Μουζάκαϊ, και ενώθηκε με άλλα αλβανικά πριγκηπάτα, σχηματίζοντας τη Λήγκα της Λέζας το 1444. Ο Gjergj Arianiti ήταν ο θείος του Moisi Arianit Golemi, ήταν επίσης ο πατέρας της συζύγου του Gjergj Kastrioti, Marina Donika (ή Μαρίνα Ανδρονίκη). Από την πλευρά της προγιαγιάς του, είχε συγγένεια με την βυζαντινή οικογένεια των Κομνηνών. Γι’ αυτό μερικές φορές στις πηγές αναφέρεται και ως Gjergj Arianit Komneni. Παρ’ όλα αυτά οι Αριανίτι (ή Αρανίτι) χρησιμοποίησαν το Komneni (ή στα ελληνικά Κομνηνός) ως δεύτερο επίθετο, από τα μέσα μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα, ως μέσο για να ενδυναμώσουν το κύρος και τις εδαφικές τους διεκδικήσεις. (Dhimitër Shuteriqi, Aranitët: Historia-Gjenealogjia-Zotërimet, Zana Prela, Toena (2012), pp. 29–37)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Gjergj Arianiti αναφέρεται στην ιστορία με διάφορα ονόματα. Ολόκληρο το ονοματεπώνυμο του ήταν Gjergj Arianit Komnen Golem Thopia, παρ’ όλα αυτά περισσότερο γνωστός ήταν ως Gjergj Arianiti. Σε διάφορα αλβανικά παραμύθια και θρύλους, αναφέρεται ως Gjorg Golemi ή Gjergj Golemi, ενώ στην προτομή του που βρέθηκε στο Librazhd, το όνομα του αναγράφεται ως Gjorg Golem Arianiti. Σε κάποιο κείμενο του 1452 μ.Χ. αναφέρεται ως ‘Golemi Arenit Comninovich de Albania’. Μία άλλη μορφή του ονόματος (Harianites) χρησιμοποιείται σε ένα έγγραφο του Βασίλειου της Γαλλίας την περίοδο του Charles VII (Καρόλου του 7ου), του επονομαζόμενου και ως Charles le Victorieux (Κάρολος ο Νικητής). (Studia Albanica, University of Tirana, 1964, p. 143)
Το κέντρο της επικράτειας του κράτους των Αριανιτών, ήταν κάπου στην περιοχή ανάμεσα στο Elbasan και το Librazhd. Ήταν το μόνο κρατίδιο με δύο πρωτεύουσες’ η μία ήταν η Κανίνα (Kaninë) κοντά στην Αυλώνα και η άλλη το χωριό Sopot του Librazhd, από όπου ο Gjergj Kastrioti πήρε για σύζυγο του την κόρη του Gjergj Arianiti, τη Donika Arianiti. Ο γάμος τους έγινε στις 21 Απριλίου του 1451 στο Μοναστήρι της Αρντενίτσας - σήμερα στον νομό Λούσνιας (rrethi i Lushnjës) κοντά στο χωριό Αρντενίτσα (Ardenicë) - με την παρουσία Αλβανών ηγετών και τοπικών πολέμαρχων και των πρέσβεων της Νάπολης, της Βενετίας και της Ραγκούσας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Gjergj Arianiti πολέμησε εναντίον των Οθωμανών και έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες, μία από τις οποίες ήταν αυτή τον χειμώνα του 1432-1433 εναντίον των δυνάμεων του Αλή Μπεγκ, κοντά στην Bërzeshtë (στην περιοχή του Λιμπράζντ), και για την οποία μάχη ο βυζαντινός χρονικογράφος Χαλκοκονδύλης έγραψε: «Σ’ αυτή τη μάχη, ο Αριανίτης Κομνηνός κέρδισε μία δοξασμένη νίκη». Ο Αριανίτι, έδωσε και δεύτερη μάχη εναντίον των δυνάμεων του Αλή Μπεγκ, νικηφόρα και αυτή, γεμίζοντας με πτώματα την περιοχή από το Kuç κοντά στη Χιμάρα, μέχρι το Borsh κοντά στους Αγίους Σαράντα. (John Fine, The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest, University of Michigan Press, 1994, p. 535)
Ωστόσο οι σχέσεις ανάμεσα στους Gjergj Arianiti με τον Kastrioti δεν ήταν πάντα καλές. Ο Αριανίτι, ύστερα από λίγο καιρό αφού είχε ενταχτεί στη Λήγκα της Λέζας, εγκατέλειψε τη συμμαχία μετά την ήττα στο Μπεράτι το 1450. (Arshi Pipa, (1978), Albanian literature: social perspectives, R. Trofenik, p. 49)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Robert Elsie λέει ότι ο Αριανίτι συμπεριφέρθηκε ως αντίπαλος του Σκεντέρμπέη, συμμάχησε με το Βασίλειο της Νάπολης το 1446, άφησε τη συμμαχία του με τον Σκεντέρμπέη το 1449 και συμμάχησε με τη Βενετία το 1456. (Robert Elsie, A Biographical Dictionary of Albanian History, I.B.Tauris, 2012, p. 17)
Το 1494, ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Η' εισέβαλε στην ιταλική χερσόνησο με σκοπό να κυριεύσει το βασίλειο της Νάπολης, που το θεωρούσε κληρονομιά του οίκου των Ανδεγαυών (d'Anjou). Φιλοδοξία του Καρόλου Η' ήταν, μετά την κατάληψη της Νάπολης, να εκστρατεύσει για την απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της κοντινής Ανατολής, γι’ αυτό και τον αποκάλεσαν «βασιλιά των Γραικών». Κατά την εντυπωσιακή προέλαση του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος από τη Βόρεια Ιταλία προς τη Νάπολη, στα στρατιωτικά σώματα του Καρόλου Η' εντάχτηκαν οι λεγόμενοι stradioti. Οι stradioti ήταν μισθοφόροι, κυρίως έφιπποι πολεμιστές με ελαφρύ οπλισμό, εμπορευόμενοι την εντυπωσιακή και αποτελεσματική τακτική πολέμου τους, τον αιφνιδιασμό. Οι πρώτες συστηματικές κατατάξεις των μαχητών αυτών στον γαλλικό στρατό έγιναν κυρίως με τις ενέργειες του Κωνσταντίνου Αριανίτι (γιος του Γεωργίου Αριανίτι και κουνιάδος του Gjergj Kastrioti), ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1494 επισκέφθηκε τον Γάλλο βασιλιά στο Τορίνο και του προσέφερε 300 από τους περίφημους stradioti. Οι περισσότεροι από αυτούς τους μαχητές ήταν Αλβανοί (το 80% σύμφωνα με τους ιστορικούς μελετητές), αλλά και Έλληνες, Σέρβοι κ.α. (Donald M.Nicol, Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural relations, Cambridge (1988), New York: Cambridge University Press, σελ. 37.)
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέχρι σήμερα το σπαθί του Κωνσταντίνου Αριανίτι κοσμεί τη βασιλική οπλοθήκη του Τορίνου.
Στα ευρωπαϊκά κράτη της εποχής, ο Γκιέργκι Αριανίτι έγινε γνωστός ως ‘προστάτης της ελευθερίας’.