Στη μεγάλη πολιτική, πάντα μπορεί να βρεθεί κάποιος συμβολισμός στις ημερομηνίες και στα γεγονότα. Η Ουκρανία, η Μολδαβία και η Γεωργία υπογράφουν τη συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 27 Ιουνίου 2014.
Με μια μικρή διαφορά, σχεδόν ακριβώς την ίδια μέρα που 20 χρόνια πριν, στις 24 Ιουνίου 1994, ο πρόεδρος Μπορίς Γέλτσιν υπέγραψε με την ΕΕ τη Συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας, ένα έγγραφο, το οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα τη νομική βάση των σχέσεων των δυο πλευρών.
Τότε θεωρούταν ότι πρόκειται για το ξεκίνημα της μεγάλης ευρωπαϊκής πορείας της Ρωσίας, αν όχι της ένταξης στην ΕΕ, τουλάχιστον της στενής προσέγγισης και της ένταξης στον κοινό χώρο των κανόνων, αξιών κλπ. Ήταν μάλλον η στιγμή των πιο καθαρών -και μη κλονισμένων ακόμη- ελπίδων. Γιατί όλα πήγαν στραβά και ποιος φταίει γι’ αυτό, είναι κάτι για το οποίο έχουν ειπωθεί και γραφεί μέχρι σήμερα πάρα πολλά. Μπορούμε πάντως, να πούμε τα εξής:
1. Ο κόσμος έδειξε ότι είναι πολύ πιο περίπλοκος από ό,τι θεωρείτο όσο διαρκούσε το κύμα αισιοδοξίας που είχε δημιουργηθεί στον απόηχο της νίκης της Δύσης στον Ψυχρό πόλεμο.
2. Η Ρωσία και η ΕΕ, αν και βάσει όλων των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά, βρίσκονταν πάντα σε κατάσταση δυσαρμονίας που δεν επέτρεπε να επιτευχθεί μια βιώσιμη εταιρική σχέση.
Πριν από 20 χρόνια, όταν οι διαθέσεις ήταν πιο ευνοϊκές, η Ευρώπη βαυκαλιζόταν στις «δάφνες» της από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, και έβλεπε τις νέες δυνατότητες που ανοίγονταν γι' αυτήν στις νέες χώρες που δημιουργήθηκαν. Πολύ περισσότερο, ένοιωθε ικανοποιημένη διότι στο εξής δεν θα κατανάλωνε χρόνο, έξοδα και δυνάμεις για την αντιμετώπιση μιας απειλής. Η Ρωσία και τότε ήταν μεν σημαντική, αλλά και ιδιαίτερα περίπλοκη: Οξεία κοινωνική και οικονομική κρίση, νομική σύγχυση στα όρια του χάους, υψηλοί κίνδυνοι για τις επενδύσεις κλπ.
Ευρωπαϊκή μονομέρεια
Ολα αυτά εμπόδιζαν να γίνει αντιληπτό ότι πραγματική ανασυγκρότηση της Ευρώπης, χωρίς ισορροπημένες σχέσεις με τη Ρωσία, είναι αδύνατη. Αντ’ αυτού, οι προτεραιότητες τέθηκαν ανάποδα. Πρώτα η διεύρυνση στις γειτονικές χώρες, και η ένωση της Ευρώπης με το κεντρικό και ανατολικό τμήμα, και δευτερευόντως η δημιουργία ουσιαστικού πλαισίου σχέσεων με τη Μόσχα.
Μπορούσε η ΕΕ να κινηθεί σε διαφορετική κατεύθυνση, με δεδομένες τις απόψεις που τη διέπουν; Πιθανόν ναι, αν η Ρωσία αντιμετωπιζόταν ως κάτι πολύ ιδιαίτερο. Από τεχνοκρατικής απόψεως, η Ρωσία βρισκόταν στην ίδια θέση με τις μετα-κομμουνιστικές χώρες, υποψήφιες για την ΕΕ, παρότι δεν είχε ποτέ ελπίδες να καταλάβει μια τέτοια θέση. Στην πραγματικότητα, ουδέποτε η Ευρώπη φρόντισε να οικοδομήσει μια συμφωνία αρχών συνεργασίας με τη Ρωσία, αλλά το μόνο που έπραττε ήταν να θέτει όρους, βάσει των οποίων η Ρωσία θα έπρεπε να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά πλαίσια. Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτικών ήταν πεπεισμένη ότι η Ρωσία ουδέποτε θα γίνει μέλος της «ευρωπαϊκής οικογένειας». Υπήρχε πάντα ένας διαχωρισμός, όχι μόνο γεωπολιτικά, αλλά και από ιστορική και πολιτιστική άποψη.
Τέλος εποχής;
Ο Πούτιν δεν αποδέχθηκε ποτέ πλήρως την άποψη ότι η Ρωσία θα πρέπει να είναι το «καλό παιδί», που θα πρέπει να προσαρμόζεται σε ό,τι του λένε. Ετσι, πρότεινε αρκετές φορές συμφωνίες για τη σύγκλιση των συμφερόντων. Ξεκινώντας από την πρωτοποριακή ιδέα των αρχών της δεκαετίας του 2000 της «ανταλλαγής των χρεών με επενδύσεις» και φτάνοντας στη θεωρία μιας νέας εκβιομηχάνισης, την οποία διατύπωσε ως πρωθυπουργός επί προεδρίας Μεντβέντιεφ. Το βασικό σχήμα, στο οποίο ο ρώσος ηγέτης επέστρεφε επανειλημμένα, ήταν η «ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων»: Ρωσικές πρώτες ύλες με αντάλλαγμα τις ευρωπαϊκές τεχνολογίες, όχι όμως σε επίπεδο πρωτόγονης ανταλλαγής, αλλά με συστημική συγχώνευση των κλάδων. Κάτι σαν την Ευρωπαϊκή κοινότητα άνθρακα και χάλυβα, που αποτέλεσε το ξεκίνημα της ΕΕ το 1951.
Θεωρείται ότι το κύριο εμπόδιο ήταν ασυμβατότητα σε αξιακό επίπεδο. Προηγουμένως, το επισήμαιναν κάποιοι από την Ευρώπη, και η Ρωσία το αμφισβητούσε, σημειώνοντας ότι δεν είναι χειρότερη από τους άλλους, απλώς δεν έχει φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο. Τώρα οι ρόλοι άλλαξαν, και στην υπεροχή των αξιών της επιμένει η ίδια η Μόσχα.
Ωστόσο, πολύ πιο σημαντική είναι μια άλλη ασυμφωνία. Η ΕΕ είναι ένα σύστημα θεσμών, το οποίο συνδέει πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και διαφορετικού διαμετρήματος κράτη, σε μια ενιαία κοινότητα. Στη σύγχρονη Ρωσία ισχύει το εντελώς  αντίθετο: Υπάρχει ένα εντελώς κεντρικό σύστημα διοίκησης, του οποίου ο βασικός διαχειριστής δεν έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στους επιμέρους θεσμούς. Οι στενές σχέσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν με τους Γκέρχαρντ Σρέντερ, Σίλβιο Μπερλουσκόνι και Ζακ Σιράκ, γέννησαν την αίσθηση ότι είναι πιθανή η μετάβαση σε ένα ποιοτικά διαφορετικό επίπεδο. Αυτό όμως δεν συνέβη.
Ερχονται δύσκολοι καιροί
Για να είμαστε δίκαιοι, τα χρόνια που η Ρωσία ήταν περισσότερο έτοιμη για στενότερες σχέσεις με την ΕΕ, η ίδια Ένωση -με την αλλαγή του αιώνα- άρχισε να βυθίζεται στην κρίση. Αυτό προκάλεσε θεσμικά προβλήματα, ταχεία απώλεια της εσωτερικής ισορροπίας, και μεγάλης κλίμακας αλλαγές, αν και όχι και τόσο μελετημένες. Τότε λοιπόν άρχισε ο φαύλος κύκλος. Τα αιτήματα της Ρωσίας μεγάλωναν στο μέτρο που η ίδια ισχυροποιείτο. Στο μεταξύ, η ΕΕ, η οποία έτρεχε για να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές ανωμαλίες που επέφερε η επέκτασής της, ασκούσε εντονότερη πίεση για συμμόρφωση των πάντων στους κανόνες της. Αυτό προκάλεσε πλέον έναν φανερό ανταγωνισμό, αποθέωση του οποίου κατέστη η Ουκρανία.
Τη Ρωσία και την ΕΕ αναμένουν δύσκολοι καιροί. Η Κριμαία επέφερε στις σχέσεις τους οξεία ανισορροπία. Βέβαια, όπως βλέπουμε σήμερα, τα οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών, αποτελούν ένα ισχυρό περιοριστικό στοιχείο για οποιαδήποτε αντιρωσική εκστρατεία. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διακηρύσσει την ανάγκη να διακοπεί το πρόγραμμα του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου, South Stream, η Αυστρία υπογράφει με τη Gazprom συμφωνία κατασκευής του.
Δεν θα πρέπει όμως να θεωρείται για πάντα ότι το οικονομικό συμφέρον των Ευρωπαίων θα αποτελέσει αξιόπιστη εγγύηση για τη διατήρηση των σχέσεων με τη Μόσχα. Η Ευρώπη σήμερα ανησυχεί για την επιβίωσή της. Και η εσωτερική διχόνοια που προκλήθηκε λόγω του θέματος της Ρωσίας, θα μετατραπεί σε σοβαρό κίνδυνο, ιδιαιτέρως εξαιτίας των απωλειών που θα υποστεί η ΕΕ εφόσον χειροτερεύσουν οι σχέσεις της με τη Μόσχα. Τι είναι λιγότερο επικίνδυνο να θυσιάσει η ΕΕ, αυτό θα το αποφασίσει στην πορεία των εξελίξεων.
Ο Φιόντορ Λουκιάνοφ είναι επικεφαλής του προεδρείου του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής της Ρωσίας
Πηγή: Η Ρωσία Τώρα